Του Βασ. Αναστασόπουλου
Κι όμως, κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν πως δεν μάθαμε κάτι καινούργιο χθες... Τουναντίον. Η όλη διαδικασία που έλαβε χώρα στην Ολομέλεια της Βουλής ήταν πέρα για πέρα εποικοδομητική, καθώς ο ελληνικός λαός είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης -κυρίως αυτούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ- να μας πληροφορούν πόσο... καλά καμωμένα ήταν όλα επί θητείας τους, πόσο σκληρές διαπραγματεύσεις διεξήγαγαν και πόσες φορές μας... έσωσαν κι εμείς οι αχάριστοι δεν τους το αναγνωρίσαμε, με αποτέλεσμα η εκλογική -στις 25 Ιανουαρίου- και δημοσκοπική -στις μέρες μας- διαφορά τους από το πρώτο κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) να θυμίζει... θερμοκρασίες Σιβηρίας (-23, για παράδειγμα, αν ανατρέξουμε στο πιο πρόσφατο γκάλοπ που ήρθε στο φως της δημοσιότητας).
Πέρα από τη θυμηδία, ωστόσο, που για μια ακόμα φορά μας προκάλεσαν τα πολιτικά «ζόμπι» (εκ της πολιτικά ημιθανούς κατάστασης, στην οποία έχουν περιέλθει μετά την 25η Ιανουαρίου, αλλά και της ακόρεστης «δίψας» τους για αίμα... φορολογουμένων) του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού, αξίζει να σταθούμε και σε ένα βασικό σημείο του προσχεδίου συμφωνίας 47 σελίδων, που παρουσίασε η ελληνική κυβέρνηση στους εταίρους στις 3 Ιουνίου, για να λάβει αντίστοιχα τη δική τους 12σέλιδη πρόταση. Σύμφωνοι, είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι οι 47 ελληνικές σελίδες περιέχουν μέτρα και δεσμεύσεις, οι οποίες πόρρω απέχουν από τις προεκλογικές εξαγγελίες, ιδιαίτερα όπως αυτές εκφράστηκαν από τον Αλέξη Τσίπρα μέσα από το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης».
Η ελληνική πρόταση, ωστόσο, επιμένει -σωστά- σε τούτο: στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο. Προς αυτήν την κατεύθυνση, μάλιστα, το οικονομικό επιτελείο εισηγείται προς τους εταίρους-πιστωτές ένα «κοκτέιλ» μείωσης επιτοκίων, διαγραφής ποσών και εισαγωγής «αέναων ομολόγων» («perpetual bonds»), με στόχο το χρέος να μειωθεί από το 180% του ΑΕΠ σήμερα στο 93% το 2020 και στο 60% έως το 2030. Οι πρώτες αντιδράσεις για το ελληνικό σχέδιο μείωσης του χρέους είναι ενθαρρυντικές, καθώς χαρακτηρίζεται από «φιλόδοξο» έως «δημιουργικό». Κανείς δεν λέει πως δεν είναι ρεαλιστικό, όλοι ομολογούν ωστόσο ότι προσκρούει στην πολιτική απροθυμία των κυβερνήσεων της ευρωζώνης να δεχτούν ανακούφιση του χρέους, μολονότι στην ανάγκη αυτής επιμένει και το ΔΝΤ.
Αντίθετα, η λύση που φαίνεται να προκρίνεται αυτήν την στιγμή από τους εταίρους, είναι το τρέχον πρόγραμμα βοήθειας της Ελλάδας να παραταθεί στα τέλη Ιουνίου έως το φθινόπωρο και να ανοίξει εκ νέου η κάνουλα της ρευστότητας για τη χώρα. Σύμφωνα με ξένα δημοσιεύματα, οι πιστωτές της Ελλάδας επιθυμούν να θέσουν στη διάθεση της Αθήνας ένα μέρος των 10,9 δισ. ευρώ που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Σε αντάλλαγμα, θα ζητήσουν, μεταξύ άλλων, τη μείωση όλων των συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ και τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι δανειστές δεν «βλέπουν» να επιτυγχάνεται συμφωνία μέχρι τις 30 Ιουνίου, που εκπνέει το τρέχον πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, κι έτσι καταφεύγουν σε μια μεσοβέζικη λύση, προκειμένου και η Ελλάδα να... βγάλει το καλοκαίρι και εκείνοι να απολαύσουν τα... μπάνια τα δικά τους και να μην «χαλάσουν» τα μπάνια του λαού. Εδώ βρίσκεται όμως και η ουσία της αντιπαράθεσης, καθώς η Αθήνα δεν θέλει άλλη μια ενδιάμεση συμφωνία, που θα... κρύβει τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι, αλλά μια συνολική λύση, που θα διασφαλίζει, πάνω απ' όλα, τη βιωσιμότητα του επαχθούς χρέους.
Όσοι, λοιπόν, εμφανίζονται να «πνέουν τα μένεα» για το ελληνικό προσχέδιο συμφωνίας και τις πρόνοιές του, ας αναλογιστούν εάν το ζητούμενο είναι να «βγάλει» η Ελλάδα ένα ακόμα καλοκαίρι ή εάν θα πρέπει, επιτέλους, να δοθεί μια λύση μακράς πνοής, που θα επιτρέπει στη χώρα να αναπνεύσει... στο διηνεκές και όχι για έναν, δύο, τρεις μήνες το πολύ.
Κι έπειτα, ας μας εξηγήσουν με τίνος το μέρος είναι σε αυτήν τη διαπραγμάτευση και γιατί τους «ενοχλεί» τόσο πολύ, που αυτή συνεχίζεται...
Οι πρώτες αντιδράσεις αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης που διεξήχθη την Παρασκευή στη Βουλή, με τον πρωθυπουργό να ενημερώνει το Σώμα για την πορεία της διαπραγμάτευσης και τους πολιτικούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης να τοποθετούνται επ' αυτής, συνέκλιναν στην επωδό ότι «δεν μάθαμε κάτι νέο».
Στην ουσία, είπαν πολλοί, ήταν μια διαδικασία άνευ λόγου και αιτίας, από την στιγμή που δεν υπάρχει ένα τελικό, χειροπιαστό κείμενο συμφωνίας μεταξύ Αθήνας και δανειστών, ώστε να αναλύσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.Κι όμως, κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν πως δεν μάθαμε κάτι καινούργιο χθες... Τουναντίον. Η όλη διαδικασία που έλαβε χώρα στην Ολομέλεια της Βουλής ήταν πέρα για πέρα εποικοδομητική, καθώς ο ελληνικός λαός είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης -κυρίως αυτούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ- να μας πληροφορούν πόσο... καλά καμωμένα ήταν όλα επί θητείας τους, πόσο σκληρές διαπραγματεύσεις διεξήγαγαν και πόσες φορές μας... έσωσαν κι εμείς οι αχάριστοι δεν τους το αναγνωρίσαμε, με αποτέλεσμα η εκλογική -στις 25 Ιανουαρίου- και δημοσκοπική -στις μέρες μας- διαφορά τους από το πρώτο κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) να θυμίζει... θερμοκρασίες Σιβηρίας (-23, για παράδειγμα, αν ανατρέξουμε στο πιο πρόσφατο γκάλοπ που ήρθε στο φως της δημοσιότητας).
Πέρα από τη θυμηδία, ωστόσο, που για μια ακόμα φορά μας προκάλεσαν τα πολιτικά «ζόμπι» (εκ της πολιτικά ημιθανούς κατάστασης, στην οποία έχουν περιέλθει μετά την 25η Ιανουαρίου, αλλά και της ακόρεστης «δίψας» τους για αίμα... φορολογουμένων) του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού, αξίζει να σταθούμε και σε ένα βασικό σημείο του προσχεδίου συμφωνίας 47 σελίδων, που παρουσίασε η ελληνική κυβέρνηση στους εταίρους στις 3 Ιουνίου, για να λάβει αντίστοιχα τη δική τους 12σέλιδη πρόταση. Σύμφωνοι, είναι «ηλίου φαεινότερον» ότι οι 47 ελληνικές σελίδες περιέχουν μέτρα και δεσμεύσεις, οι οποίες πόρρω απέχουν από τις προεκλογικές εξαγγελίες, ιδιαίτερα όπως αυτές εκφράστηκαν από τον Αλέξη Τσίπρα μέσα από το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης».
Η ελληνική πρόταση, ωστόσο, επιμένει -σωστά- σε τούτο: στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο. Προς αυτήν την κατεύθυνση, μάλιστα, το οικονομικό επιτελείο εισηγείται προς τους εταίρους-πιστωτές ένα «κοκτέιλ» μείωσης επιτοκίων, διαγραφής ποσών και εισαγωγής «αέναων ομολόγων» («perpetual bonds»), με στόχο το χρέος να μειωθεί από το 180% του ΑΕΠ σήμερα στο 93% το 2020 και στο 60% έως το 2030. Οι πρώτες αντιδράσεις για το ελληνικό σχέδιο μείωσης του χρέους είναι ενθαρρυντικές, καθώς χαρακτηρίζεται από «φιλόδοξο» έως «δημιουργικό». Κανείς δεν λέει πως δεν είναι ρεαλιστικό, όλοι ομολογούν ωστόσο ότι προσκρούει στην πολιτική απροθυμία των κυβερνήσεων της ευρωζώνης να δεχτούν ανακούφιση του χρέους, μολονότι στην ανάγκη αυτής επιμένει και το ΔΝΤ.
Αντίθετα, η λύση που φαίνεται να προκρίνεται αυτήν την στιγμή από τους εταίρους, είναι το τρέχον πρόγραμμα βοήθειας της Ελλάδας να παραταθεί στα τέλη Ιουνίου έως το φθινόπωρο και να ανοίξει εκ νέου η κάνουλα της ρευστότητας για τη χώρα. Σύμφωνα με ξένα δημοσιεύματα, οι πιστωτές της Ελλάδας επιθυμούν να θέσουν στη διάθεση της Αθήνας ένα μέρος των 10,9 δισ. ευρώ που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Σε αντάλλαγμα, θα ζητήσουν, μεταξύ άλλων, τη μείωση όλων των συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ και τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι δανειστές δεν «βλέπουν» να επιτυγχάνεται συμφωνία μέχρι τις 30 Ιουνίου, που εκπνέει το τρέχον πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, κι έτσι καταφεύγουν σε μια μεσοβέζικη λύση, προκειμένου και η Ελλάδα να... βγάλει το καλοκαίρι και εκείνοι να απολαύσουν τα... μπάνια τα δικά τους και να μην «χαλάσουν» τα μπάνια του λαού. Εδώ βρίσκεται όμως και η ουσία της αντιπαράθεσης, καθώς η Αθήνα δεν θέλει άλλη μια ενδιάμεση συμφωνία, που θα... κρύβει τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι, αλλά μια συνολική λύση, που θα διασφαλίζει, πάνω απ' όλα, τη βιωσιμότητα του επαχθούς χρέους.
Όσοι, λοιπόν, εμφανίζονται να «πνέουν τα μένεα» για το ελληνικό προσχέδιο συμφωνίας και τις πρόνοιές του, ας αναλογιστούν εάν το ζητούμενο είναι να «βγάλει» η Ελλάδα ένα ακόμα καλοκαίρι ή εάν θα πρέπει, επιτέλους, να δοθεί μια λύση μακράς πνοής, που θα επιτρέπει στη χώρα να αναπνεύσει... στο διηνεκές και όχι για έναν, δύο, τρεις μήνες το πολύ.
Κι έπειτα, ας μας εξηγήσουν με τίνος το μέρος είναι σε αυτήν τη διαπραγμάτευση και γιατί τους «ενοχλεί» τόσο πολύ, που αυτή συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου