Του Νίκου Τσούλια*
Αυτονόητα ο ισχυρισμός του άρθρου μου πρέπει
να ερμηνευτεί με σχετικότητα. Μάλιστα θα έλεγα επιπρόσθετα ότι στο
βαθμό που δεν ισχύει, θα πρέπει να βρίσκει έδαφος στην πραγματικότητα,
δηλαδή να διαβαστεί ως: «Ένας καλός συνδικαλιστής πρέπει να είναι και
καλός εκπαιδευτικός».
Θέλω να υπερασπιστώ με πάθος τη συλλογική δράση
και το συνδικαλισμό. Πιστεύω ότι μια «ανοιχτή κοινωνία» απαιτεί θεσμούς
συλλογικούς για να υποστασιοποιείται πιο ορατά η έννοια του πολίτη, για
να γίνεται κοινωνία πλουραλισμού και διαλόγου, για να απομειώνεται σε
κάποιο βαθμό η ισχύς των τόσων και τόσων μορφών εξουσίας στα σύγχρονα
κράτη.
Ένας καλός συνδικαλιστής
– με μια γενική έννοια
του όρου – ασχολείται με τα «κοινά», γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι για να
είναι καλός εκπαιδευτικός απαιτείται – εκτός των άλλων – να συμμετέχει
και να δρα στα πεδία της εκπαίδευσης και του σχολείου. Για να διδάσκει
και για να διαπαιδαγωγεί οφείλει να έχει γνώση του εκπαιδευτικού
συστήματος, του κοινωνικού ρόλου του σχολείου, της κοινωνιολογίας της
εκπαίδευσης, της ιστορικής πορείας του σχολικού μας οικοσυστήματος κλπ.
Και αυτά δεν διασφαλίζονται με τη θεωρητική
γνώση – όσο και αν φαίνεται εύκολο –, αλλά απαιτούνται αντιπαράθεση
ιδεών και απόψεων, συστηματικός διάλογος, συμμετοχή στη συλλογική δράση,
μορφωτικές και πολιτισμικές πρωτοβουλίες στο σχολείο. Η εικόνα του
εκπαιδευτικού της μορφής «κάνω το μάθημά μου στο σχολείο και μετά φεύγω»
δεν είναι απλά και μόνο μια εικόνα υπαλληλική με την πιο φτωχή έννοια
της λέξης, αλλά ήταν και θα είναι πάντα εικόνα βαθιά συντηρητική και
τολμώ να πω παρακμιακή.
Το εκπαιδευτικό επάγγελμα δεν μπορεί να
οριοθετηθεί ως κλαδικό επάγγελμα. Δεν μπορεί δηλαδή να «μιλήσεις» γι’
αυτό το επάγγελμα, αν δεν «μιλήσεις» πρώτα για το σχολείο. Πρέπει να
έχεις άποψη για το σχολείο και την εκπαίδευση. Και αυτή η άποψη δεν
διαμορφώνεται κατά μόνας αλλά μέσα στα συλλογικά πεδία των
πολιτικο-ιδεολογικών ρευμάτων, που διατρέχουν την κοινωνία και το
σχολείο.
Ο καλός εκπαιδευτικός δεν μπορεί να είναι ένας
άνθρωπος που ιδιωτεύει, που όλο το πεδίο αναφοράς του είναι ο προσωπικός
του περίγυρος. Η πρόκληση είναι απλή. Ποιο είναι το μείζον παιδαγωγικό
πρόταγμά του; Να διαπαιδαγωγήσει τους μαθητές του στο σχήμα του πολίτη,
του ανθρώπου που θα συμμετέχει στα κοινά και θα αγωνίζεται για να κάνει
καλύτερο και δίκαιο τον κόσμο! Αλλά πώς μπορεί να επιτελέσει ένα τέτοιο
έργο, αν ο ίδιος αντιμάχεται στην πράξη αυτό το σχήμα και ιδιωτεύει
κάνοντας τον τρόπο της ζωής του ένα διαρκές cocooning;
Από τη στιγμή που ενδιαφέρει, τον καλό
συνδικαλιστή, το σχολείο ως κοινωνικό θεσμό και αποφασίζει να ασχοληθεί
με τη συλλογική δράση σημαίνει ότι αγωνιά για το σχολείο και αγωνίζεται
για να το κάνει καλύτερο τόσο στη μικροκλίμακα του δικού του σχολείου
όσο και στη μακροκλίμακα του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Αλλά υπάρχει μια διαρκής “κατηγορία” για τον
συνδικαλιστή. Ανήκει σε κόμμα! Έχοντας υπόψη μας την κομματικοποίηση
πολλών όψεων της δημόσιας ζωής πάμε σε μια θεώρηση των κομμάτων απόλυτα
αντιδημοκρατική. Μα δεν είναι τα κόμματα οι βασικοί θεσμοί της
αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Αν δεν υπάρχουν
κόμματα, δεν θα έχουμε δικτατορία; Αν δεν έχουν τα κόμματα πολίτες, τι
θα έχουν; Είναι δυνατόν να μην έχει ο εκπαιδευτικός τη δυνατότητα να
ασκεί ένα βασικό του δικαίωμα, τη συμμετοχή του σε ένα κόμμα; Η πρόκληση
είναι αλλού. Μπορεί να έχει (και είναι απόλυτα θετικό) μια ένταξη ή μια
αναφορά σε ένα πολιτικό κόμμα, ως απλό μέλος χωρίς κάποιο αξίωμα. Απλά η
σχέση του οφείλει να είναι πολιτική και ιδεολογική και να έχει
οργανωτική αυτονομία – αυτός και η παράταξή του – από το κόμμα, να ασκεί
δηλαδή κινηματικό συνδικαλισμό.
Η άποψή μου έχει και ένα άλλο σημείο. Δεν πρέπει
να επαγγελματοποιείται ο συνδικαλισμός. Και αυτό δεν γίνεται με
καταγγελίες και με αναθέματα κατά των συνδικαλιστών. Γιατί ποια είναι η
ηθική βάση να κατηγορείται εύκολα ο συνδικαλιστής αλλά ο κριτής να μην
προσφέρει τίποτα σε μια ούτως ή άλλως συλλογική υπόθεση ή και να
επιδίδεται σε παράνομα ιδιαίτερα μαθήματα κοιτώντας την πάρτη του και
μόνο; Αντίθετα, όλοι οι εκπαιδευτικοί οφείλουν – κατά τη γνώμη μου πάντα
– να έχουν ένα μέρος της εκπαιδευτικής τους διαδρομής στη συλλογική
δράση, πέραν της απλής συμμετοχής τους σε συνελεύσεις κλπ. Και εννοείται
ότι στην περίπτωση, που έχουν εκλεγεί σε κορυφαίες θέσεις και έχουν
αποσπαστεί από το σχολείο τους, όταν τελειώνει η θητεία τους,
επιστρέφουν στα «λημέρια» της σχολικής αίθουσας.
Υπάρχει και μια ιδιαίτερη αναφορά. Ο
συνδικαλιστής εκτίθεται. Δεν δεν είναι εκτεθειμένος μόνο στους άγριους
ανέμους μιας μεσαιωνικού τύπου απόρριψης και γι’ αυτό πρέπει με τη στάση
ζωής του να ανατρέπει κάθε σκιά κατηγορίας. Έχει και ένα πρόσθετο
άγχος, που λειτουργεί όμως απόλυτα θετικά. Αφού είναι ευρύτερα γνωστός,
δεν θέλει με τίποτα να μην είναι καλός στη δουλειά του και για έναν λόγο
επιπλέον. Υπερασπίζεται και την όποια εικόνα της δημοσιότητάς του.
Ο καλός συνδικαλιστής απαντά με τον τρόπο της
ζωής του σε δύο βασικά ερωτήματα. Μπορούμε να φανταστούμε την εφιαλτική
εικόνα, να μην υπάρχει συλλογική δράση αλλά μόνο η εξουσία, οι
κυβερνήσεις, το Υπουργείο Παιδείας και ένας πολυάριθμος κόσμος των
«εκπαιδευτικών – ιδιωτών», που θα αρκούνται να λειτουργούν ως απλοί
διεκπεραιωτές των όποιων αποφάσεων φτάνουν στην πόρτα του σχολείου; Ποια
θα ήταν τότε η αποστολή και η ουσία του εκπαιδευτικού επαγγέλματος και
κάθε εκπαιδευτικού;
Υπάρχει μια απλή πρόκληση. Ο εκπαιδευτικός –
παιδαγωγός και ο εκπαιδευτικός συνδικαλιστής – εραστής της
συλλογικότητας είναι δύο όψεις μιας θαυμαστής ενότητας, δεν είναι
θεωρητικά σχήματα. Ή είναι τρόπος ζωής ή απλά δεν υπάρχουν!
*Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρώην Πρόεδρος της ΟΛΜΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου