Του Γιώργου Λακόπουλου
Δεν έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς με έναν τελειωμένο πρώην υπουργό - δεν είναι άλλωστε και γενναίο. Έπειτα, από τη στιγμή που βρίσκεται κατηγορούμενος, έχει κάθε δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του χωρίς εμπόδια και η κριτική επί του προσώπου του, περιορίζει αυτό το δικαίωμα. Άρα ας τον αφήσουμε στο φυσικό δικαστή του, αν και αυτός δεν έκανε το ίδιο για τους άλλους στον καιρό της παντοδυναμίας του.
Η περίπτωση Παπακωνσταντίνου προσφέρεται για άλλου είδους συμπεράσματα. Για την ακρίβεια, είναι χαρακτηριστική μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας και πρακτικής η οποία κυριάρχησε για πολλά χρόνια – ιδίως στο ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι μόνο - και δια της οποίας επιβάλλονταν πρόσωπα στο δημόσιο βίο. Ήταν αρκετή η προτίμηση του αρχηγού του κόμματος σε κάποιον για να εκτοξευθεί στην κομματική και την κυβερνητική ιεραρχία - απολύτως κατ εφαρμογήν της θεωρίας που επιτρέπει στον άρχοντα να απονέμει τίτλους ακόμη και στους κηπουρούς του.
Είναι αμέτρητοι όσοι βρέθηκαν ξαφνικά στο κέντρο του δημοσίου βίου αλλά και στα σαλόνια της εξουσίας, χωρίς να έχουν καμία προγενέστερη διαδρομή που να τους οδηγεί σε τέτοιους ρόλους. Τους πήραν κατ ανάθεση και όχι κατ' αξία. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν «απολιτίκ», χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα κοινά μέχρι τότε, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στην ανάθεση πολιτικών αξιωμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις ήταν οπαδοί ιδεολογιών εντελώς ασύμβατων με το κόμμα στο όποιο τους επέβαλε ο αρχηγός, αλλά αυτό δεν θεωρήθηκε μειονέκτημα.
Στην περίοδο της ανόδου του Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Ήταν αρκετό να συναντήσει κάποιον στο δρόμο τυχαία και την επομένη να του δώσει τίτλο στο κόμμα. Με μόνη προϋπόθεση ότι μπορούσε να συγχρωτίζεται μαζί του, τον έχριζε από κομματικό στέλεχος μέχρι υπουργό. Και χωρίς καμία αξιολόγηση του πολιτικού προφίλ του, της πορείας του, των ικανοτήτων του, της «συμβατότητας» με το Κίνημα, του ανέθετε ρόλους και αποστολές που θα ήταν αδύνατο να διεκπεραιώσει με ιδεολογική και πολιτική συνέπεια.
Έτσι δεκάδες άνθρωποι βρέθηκαν στο ρετιρέ της κομματικής και κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να έχουν διανύσει ούτε εκατοστό από τη διαδρομή που είναι αναγκαία για να αναδειχθεί κάποιος στην πολιτική. Πήραν τίτλους χωρίς να τους αξίζουν και τους πήραν μόνο γιατί ήταν αρεστοί στον αρχηγό. Και κατά κανόνα απέτυχαν. Γιατί δεν είχαν ούτε κατ ελάχιστο την κουλτούρα του πολιτικού στελέχους που μετέχει σε μια συλλογική προσπάθεια. Ήταν αφοσιωμένοι - με δουλικό τρόπο συχνά - σε αυτόν που τους έχρισε πολιτικούς σε μια νύχτα. Και στον οποίο δεν έβρισκαν κανένα ψεγάδι, άρα ήταν στην ουσία επιζήμιοι και για τον ίδιο. Με μια ή δυο εξαιρέσεις, που εξοβελίστηκαν πρόωρα από το ίδιο το σύστημα που τους ανάδειξε, γιατί δεν προσαρμόσθηκαν στο παιχνίδι της εξουσίας – και της χρήσης των συμβόλων της- που ήταν το μόνο κριτήριο αυτού του συστήματος.
Αλλά η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στους επικεφαλής που περισυνέλεξαν ανθρώπους από τις κοινωνικές συναναστροφές τους και τους διόρισαν με προσωπικά διατάγματα πολιτικούς. Δεν ανήκει μόνο στους αιφνιδίως αναδειχθέντες χάρη στην αρχηγική εύνοια, που δεν είχαν αυτογνωσία και μέτρο, αλλά αντίθετα επιδείκνυαν αλαζονεία και αυταρχισμό.
Ευθύνη έχουν και όσα κομματικά στελέχη ανέχθηκαν αυτές τις διαδικασίες με την ίδια δουλικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα έσπευσαν να εξασφαλίζουν και την εύνοια των ευνοημένων, γιατί θεωρούσαν ότι έτσι αποκτούν πρόσβαση τη ηγεσία. Ότι ο κολλητός του αρχηγού θα μπει μια καλή κουβέντα και γι’ αυτούς.
Το ονόματα δεν έχουν σημασία. Άλλωστε στις περισσότερες περιπτώσεις οι ευεργετηθέντες, έσπασαν τα μούτρα τους στην αδιαφορία, αν όχι και την περιφρόνηση του λαού. Όσοι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν το διορισμό τους στην πολιτική, για να υποκλέψουν και την ψήφο των πολιτών που θα τους νομιμοποιούσε απέτυχαν παταγωδώς. Στην πολιτική δεν στέκεσαι για πολύ καιρό μόνο επειδή είσαι ο εκλεκτός του αρχηγού. Χρειάζονται και άλλα προσόντα, χρειάζονται «ένσημα» στα δημόσια πράγματα και κυρίως χρειάζεται διάθεση προσφοράς και πίστη σε ένα σκοπό. Ο οποίος, βέβαια, δεν μπορεί να είναι η δοξολογία προς τον επικεφαλής.
Πρώτα με το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών και τώρα με την εξευτελιστική αποκαθήλωση του πρώην υπουργού Οικονομικών, συμβαίνει αυτό που αναπόφευκτα θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Τελειώνει η εποχή των κολλητών. Και όπως είναι φυσικό τελειώνει άδοξα για τους ίδιους. Εντελώς δίκαια- έχουν το τέλος που τους αξίζει. Γιατί το κόστος της επικράτησής τους ήταν πολύ υψηλό για την ίδια την έννοια της πολιτικής.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.home
Δεν έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς με έναν τελειωμένο πρώην υπουργό - δεν είναι άλλωστε και γενναίο. Έπειτα, από τη στιγμή που βρίσκεται κατηγορούμενος, έχει κάθε δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του χωρίς εμπόδια και η κριτική επί του προσώπου του, περιορίζει αυτό το δικαίωμα. Άρα ας τον αφήσουμε στο φυσικό δικαστή του, αν και αυτός δεν έκανε το ίδιο για τους άλλους στον καιρό της παντοδυναμίας του.
Η περίπτωση Παπακωνσταντίνου προσφέρεται για άλλου είδους συμπεράσματα. Για την ακρίβεια, είναι χαρακτηριστική μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας και πρακτικής η οποία κυριάρχησε για πολλά χρόνια – ιδίως στο ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι μόνο - και δια της οποίας επιβάλλονταν πρόσωπα στο δημόσιο βίο. Ήταν αρκετή η προτίμηση του αρχηγού του κόμματος σε κάποιον για να εκτοξευθεί στην κομματική και την κυβερνητική ιεραρχία - απολύτως κατ εφαρμογήν της θεωρίας που επιτρέπει στον άρχοντα να απονέμει τίτλους ακόμη και στους κηπουρούς του.
Είναι αμέτρητοι όσοι βρέθηκαν ξαφνικά στο κέντρο του δημοσίου βίου αλλά και στα σαλόνια της εξουσίας, χωρίς να έχουν καμία προγενέστερη διαδρομή που να τους οδηγεί σε τέτοιους ρόλους. Τους πήραν κατ ανάθεση και όχι κατ' αξία. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν «απολιτίκ», χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα κοινά μέχρι τότε, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στην ανάθεση πολιτικών αξιωμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις ήταν οπαδοί ιδεολογιών εντελώς ασύμβατων με το κόμμα στο όποιο τους επέβαλε ο αρχηγός, αλλά αυτό δεν θεωρήθηκε μειονέκτημα.
Στην περίοδο της ανόδου του Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Ήταν αρκετό να συναντήσει κάποιον στο δρόμο τυχαία και την επομένη να του δώσει τίτλο στο κόμμα. Με μόνη προϋπόθεση ότι μπορούσε να συγχρωτίζεται μαζί του, τον έχριζε από κομματικό στέλεχος μέχρι υπουργό. Και χωρίς καμία αξιολόγηση του πολιτικού προφίλ του, της πορείας του, των ικανοτήτων του, της «συμβατότητας» με το Κίνημα, του ανέθετε ρόλους και αποστολές που θα ήταν αδύνατο να διεκπεραιώσει με ιδεολογική και πολιτική συνέπεια.
Έτσι δεκάδες άνθρωποι βρέθηκαν στο ρετιρέ της κομματικής και κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να έχουν διανύσει ούτε εκατοστό από τη διαδρομή που είναι αναγκαία για να αναδειχθεί κάποιος στην πολιτική. Πήραν τίτλους χωρίς να τους αξίζουν και τους πήραν μόνο γιατί ήταν αρεστοί στον αρχηγό. Και κατά κανόνα απέτυχαν. Γιατί δεν είχαν ούτε κατ ελάχιστο την κουλτούρα του πολιτικού στελέχους που μετέχει σε μια συλλογική προσπάθεια. Ήταν αφοσιωμένοι - με δουλικό τρόπο συχνά - σε αυτόν που τους έχρισε πολιτικούς σε μια νύχτα. Και στον οποίο δεν έβρισκαν κανένα ψεγάδι, άρα ήταν στην ουσία επιζήμιοι και για τον ίδιο. Με μια ή δυο εξαιρέσεις, που εξοβελίστηκαν πρόωρα από το ίδιο το σύστημα που τους ανάδειξε, γιατί δεν προσαρμόσθηκαν στο παιχνίδι της εξουσίας – και της χρήσης των συμβόλων της- που ήταν το μόνο κριτήριο αυτού του συστήματος.
Αλλά η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στους επικεφαλής που περισυνέλεξαν ανθρώπους από τις κοινωνικές συναναστροφές τους και τους διόρισαν με προσωπικά διατάγματα πολιτικούς. Δεν ανήκει μόνο στους αιφνιδίως αναδειχθέντες χάρη στην αρχηγική εύνοια, που δεν είχαν αυτογνωσία και μέτρο, αλλά αντίθετα επιδείκνυαν αλαζονεία και αυταρχισμό.
Ευθύνη έχουν και όσα κομματικά στελέχη ανέχθηκαν αυτές τις διαδικασίες με την ίδια δουλικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα έσπευσαν να εξασφαλίζουν και την εύνοια των ευνοημένων, γιατί θεωρούσαν ότι έτσι αποκτούν πρόσβαση τη ηγεσία. Ότι ο κολλητός του αρχηγού θα μπει μια καλή κουβέντα και γι’ αυτούς.
Το ονόματα δεν έχουν σημασία. Άλλωστε στις περισσότερες περιπτώσεις οι ευεργετηθέντες, έσπασαν τα μούτρα τους στην αδιαφορία, αν όχι και την περιφρόνηση του λαού. Όσοι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν το διορισμό τους στην πολιτική, για να υποκλέψουν και την ψήφο των πολιτών που θα τους νομιμοποιούσε απέτυχαν παταγωδώς. Στην πολιτική δεν στέκεσαι για πολύ καιρό μόνο επειδή είσαι ο εκλεκτός του αρχηγού. Χρειάζονται και άλλα προσόντα, χρειάζονται «ένσημα» στα δημόσια πράγματα και κυρίως χρειάζεται διάθεση προσφοράς και πίστη σε ένα σκοπό. Ο οποίος, βέβαια, δεν μπορεί να είναι η δοξολογία προς τον επικεφαλής.
Πρώτα με το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών και τώρα με την εξευτελιστική αποκαθήλωση του πρώην υπουργού Οικονομικών, συμβαίνει αυτό που αναπόφευκτα θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Τελειώνει η εποχή των κολλητών. Και όπως είναι φυσικό τελειώνει άδοξα για τους ίδιους. Εντελώς δίκαια- έχουν το τέλος που τους αξίζει. Γιατί το κόστος της επικράτησής τους ήταν πολύ υψηλό για την ίδια την έννοια της πολιτικής.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.home
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου