Περιζήτητα βότανα που φημίζονται για τις θεραπευτικές και αρωματικές τους ιδιότητες, βρίσκονται ψηλά στη λίστα με τις πιο κερδοφόρες εναλλακτικές καλλιέργειες. Στο... μικροσκόπιο των «Επαγγελματικών Ευκαιριών» τέσσερα φυτά -τσάι, λεβάντα, σαμπούκος και μέντα- των οποίων οι οικονομικές αποδόσεις αυξάνονται ακόμη περισσότερο όταν οι καλλιέργειες γίνονται με βιολογικές μεθόδους.
Συγκριτικό πλεονέκτημα της καλλιέργειας των αρωματικών και
φαρμακευτικών φυτών ότι μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχές ορεινές και
ημιορεινές περιοχές, αλλά και η δυνατότητα διάθεσής τους σε διαφορετικές
αγορές, είτε ως νωπά, είτε ως αποξηραμένα, είτε με την επεξεργασμένη
μορφή αιθέριων ελαίων.
Το κλίμα και τα εδάφη στην Ελλάδα
ευνοούν την ανάπτυξη αυτών των φυτών που μπορούν να δώσουν προϊόντα
εξαιρετικής ποιότητας, ακόμα και αν καλλιεργηθούν σε ορεινές και
ημιορεινές περιοχές. Τέτοιες εκτάσεις υπάρχουν πολλές στη χώρα μας και η
καλλιέργεια των τεσσάρων αυτών φυτών μπορεί να προσφέρει ένα σοβαρό
συμπληρωματικό εισόδημα στους κατοίκους της υπαίθρου. Αλλωστε, σε
περιοχές ορεινές και ημιορεινές, η καλλιέργεια αρωματικών φυτών είναι
σαφώς πιο ανταγωνιστική έναντι άλλων καλλιεργειών όπως για παράδειγμα
των σιτηρών.Δύο είναι οι βασικές παράμετροι που απαιτούνται για την εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η συνένωση δυνάμεων με τη δημιουργία ομάδων καλλιεργητών για την κοινή διάθεση των προϊόντων και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά με συγκεκριμένες περιεκτικότητες ώστε να είναι αποδεκτά τα φυτά από τις βιομηχανίες φαρμάκων.
Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα που εμφανίζει η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών είναι ότι υπάρχει η δυνατότητα διάθεσής τους σε τρεις διαφορετικές αγορές. Πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- φαρμακευτικών φυτών, τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές αγορές, στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων κλπ.
Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των φαρμακευτικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο. Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.
Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι μεγάλες, με την προϋπόθεση βέβαια του σωστού σχεδιασμού.
Παρά εξάλλου
το γεγονός ότι η καλλιέργεια των φυτών αυτών στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει
εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να θεωρείται ένα νέο σχετικά πεδίο δράσης
για τον ελλαδικό χώρο προσφέροντας μια εναλλακτική δυναμική ανάπτυξης
στον πρωτογενή τομέα, ενώ δίνει ώθηση και στον δευτερογενή τομέα της
μεταποίησης.
ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΩ Κάσσανδρος Γάτσιος Γεωπόνος - SymAgro. Τηλ.: 26510 07653 - 6944846475
ΤΣΑΙ
Μικρές απαιτήσεις, μεγάλες αποδόσεις
Καλλιέργεια με περιορισμένες απαιτήσεις και υψηλές αποδόσεις αποτελεί το τσάι, που έχει γίνει περιζήτητο στις αγορές του εξωτερικού.
Με τη στρεμματική απόδοση στο τσάι του βουνού να είναι διπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να φθάσουν τα 800 ευρώ. Καλλιέργεια περιορισμένων απαιτήσεων, ιδανική για φτωχά εδάφη, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στη συστηματική καλλιέργεια του φυτού, καθώς τα αυτοφυή φυτά δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς.
Η καλλιέργειά του στο ίδιο χωράφι έχει διάρκεια ζωής από 5 έως 8 χρόνια. Οι αποδόσεις και η διάρκεια ζωής της καλλιέργειας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Σε χρονιά πλήρους παραγωγής οι αποδόσεις σε ξηρό προϊόν αγγίζουν τα 100-150 κιλά ανά στρέμμα. Οι περισσότεροι παραγωγοί το πωλούν σε μπάλες των 20-25 κιλών και, ανάλογα με τις διαπραγματεύσεις που κάνουν, πετυχαίνουν καθαρή πρόσοδο της τάξης των 500-700 ευρώ.
Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη, αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Εχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.
Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες. Ο πολλαπλασιασμός της καλλιέργειας πραγματοποιείται είτε με σπόρο είτε με παραφυάδες. Ο σπόρος συγκεντρώνεται από το τσάι που φύεται στο βουνό. Μάλιστα για κάθε στρέμμα απαιτούνται περίπου 15 γρ. σπόρου. Αυτή η ποσότητα σπέρνεται σε σπορείο από τον Αύγουστο μέχρι αρχές Οκτωβρίου και τα σπορόφυτα που προκύπτουν μεταφυτεύονται.
Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβονται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ., με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα, ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα.
ΣΑΜΠΟΥΚΟΣ
Περιζήτητος από τη φαρμακοβιομηχανία
Ο σαμπούκος θεωρείται ένα από τα πλέον περιζήτητα φαρμακευτικά φυτά και καλλιεργείται σε περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια για την αποφυγή των πρώιμων παγετών του φθινοπώρου. Ανέχεται θερμοκρασίες μεταξύ -40οC και 38οC. Η οικονομική απόδοση του σαμπούκου που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς υπήρξε ένα από τα φαρμακευτικά φυτά που χρησιμοποιούσαν ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης, φθάνει τα 800 ευρώ ανά στρέμμα. Προσαρμόζεται σε μια ποικιλία εδαφών, αλλά προτιμά τα μέσης σύστασης υγρά εδάφη, τα οποία έχουν καλή στράγγιση και ευνοούν την ομαλή βλάστηση των φυτών. Το έδαφος που θα δεχθεί την εγκατάσταση της φυτείας του σαμπούκου πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα πριν από τη φύτευση των φυτών, ώστε να υπάρξουν οι καλύτερες συνθήκες εγκατάστασης, επειδή είναι πολυετές φυτό.
Σε όλα τα μέρη του κόσμου ο σαμπούκος χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς, καθώς πολλές ενεργές ουσίες του χρησιμοποιούνται από τη φαρμακοβιομηχανία.
Οι καρποί του σαμπούκου που έχουν όξινη γεύση συνήθως μεταποιούνται. Στην περίπτωση που η μεταποίηση αφορά τη δημιουργία χυμού ή την παραγωγή χρωστικής ουσίας, οι καρποί ψύχονται σε θερμοκρασία που βρίσκεται πλησίον της θερμοκρασίας κατάψυξης, όπου και διατηρούνται για 7 ημέρες.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί επίσης και η αγορά για αποξηραμένους καρπούς σαμπούκου. Οι αποξηραμένοι καρποί του σαμπούκου μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή αρτοσκευασμάτων σε ανάμειξη με δημητριακά.
Στην αγορά των φαρμακευτικών ειδών υπάρχουν πολλά προϊόντα που έχουν ως βάση τα άνθη και τους καρπούς του σαμπούκου, ιδίως εκείνα που προέρχονται από βιολογικές καλλιέργειες.
ΞΗΡΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Εως και 11,5€ το κιλό πωλείται η βιολογική λεβάντα
Τα άνθη της λεβάντας χρησιμοποιούνται νωπά και αποξηραμένα τόσο στη βιομηχανία καλλυντικών όσο και στη φαρμακοβιομηχανία αλλά και στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών.
Η λεβάντα καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια και αναπτύσσεται καλύτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες και ανθίζει από αρχές Ιουλίου έως και τον Αύγουστο. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα, αλλά δεν αντέχει τους παγετούς την περίοδο της άνοιξης.
Η περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο θα πρέπει να είναι σχετικά υψηλή, γι' αυτό και χρειάζεται να γίνει περιστασιακή ασβέστωση, ενώ οι ανάγκες του φυτού σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο δεν είναι ιδιαίτερες, γεγονός που συνεπάγεται τη μειωμένη χρήση λιπασμάτων που περιέχουν τα παραπάνω στοιχεία.
Οι αρδευτικές ανάγκες της καλλιέργειας είναι και αυτές περιορισμένες, καθώς η λεβάντα δεν αγαπά την υπερβολική υγρασία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι ανθεκτική σε παρατεταμένη ξηρασία ή παγετό, αφού η ανθεκτικότητά της στα τελευταία είναι μέτρια. Η εντατικότερη άρδευση είναι απαραίτητη κυρίως τα 2 πρώτα χρόνια μετά τη φύτευση, ενώ και στα επόμενα έτη κατά το στάδιο της άνθισης τα φυτά δεν θα πρέπει να στερούνται νερού.
Η αποξηραμένη λεβάντα που προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φθάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως και 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Η απόδοση σε χλωρό βάρος τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Πλήρη παραγωγή έχουμε τον τέταρτο χρόνο (400-500 κιλά ανά στρέμμα), ενώ αν γίνει συλλογή μόνο της ταξιανθίας η απόδοση σε ξηρό βάρος κυμαίνεται στα 35-45 κιλά ανά στρέμμα. Η δε διαφορά ανάμεσα στη βιολογική και τη συμβατική καλλιέργεια λεβάντας γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι ενώ η τιμή της βιολογικής λεβάντας φτάνει τα 11,5 ευρώ, η τιμή της «συμβατικής» αποξηραμένης λεβάντας δεν υπερβαίνει τα 3,5 ευρώ το κιλό.
Ικανοποιητικά κέρδη από τη μέντα
Παρά τις μεγάλες απαιτήσεις που έχει η αρδευτική καλλιέργεια της μέντας και το υψηλότερο κόστος παραγωγής από άλλες ξηρικές καλλιέργειες, οι αποδόσεις σε έσοδα αποζημιώνουν τους επίδοξους καλλιεργητές. Είναι όμως αρδευόμενη καλλιέργεια και απαιτεί συχνά ποτίσματα. Μάλιστα, την περίοδο του καλοκαιριού μπορεί να χρειαστούν έως και 3 ποτίσματα την εβδομάδα. Η μέντα ευδοκιμεί σε περιοχές θερμές και ψυχρές. Καλύτερη ανάπτυξη επιτυγχάνεται σε περιοχές με εύκρατο κλίμα και δροσερό καλοκαίρι.
Στη διάρκεια του χρόνου γίνονται δύο συλλογές της μέντας. Η πρώτη συλλογή γίνεται με την έναρξη της άνθισης (συνήθως αρχές Ιουλίου) και η δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Απόδοση 1.500-2.000 κιλά ανά στρέμμα σε χλωρό βάρος. Συλλέγεται μηχανικά και ξεραίνεται σε θερμοκρασία 45οC. Ο λόγος χλωρής προς ξηρή μάζα είναι (2,5-3):1, που σημαίνει ότι αποδίδει περί τα 500 κιλά ξηρής δρόγης. Η τιμή πώλησης για μέντα τριμμένη συμβατικής καλλιέργειας κυμαίνεται μεταξύ 2-2,5 ευρώ το κιλό, ενώ η τιμή της βιολογικής μέντας κινείται στα επίπεδα των 6-7 ευρώ το κιλό.
Με μια τυπική πυκνότητα φύτευσης, περίπου 4.000 φυτών ανά στρέμμα, η δαπάνη για το φυτικό υλικό εγκατάστασης κυμαίνεται από 480 έως 800 ευρώ ανά στρέμμα.
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου