Του Χαράλαμπου Κωνσταντίνου*
Το σχολείο συνιστά θεμελιώδη κοινωνικό θεσμό με
συγκεκριμένους παιδαγωγικούς, κοινωνικοποιητικούς και κοινωνικούς
προσανατολισμούς, με αδιαμφισβήτητη προτεραιότητά του τη διαμόρφωση
κοινωνικών στάσεων που άπτονται της ανθρώπινης και κοινωνικής
συμπεριφοράς. Με την έννοια αυτή, από τις χαρακτηριστικότερες επιδιώξεις
του είναι η δημιουργία προτύπων συμπεριφοράς, κινήτρων και, ασφαλώς, η
παιδαγωγική επιβράβευση του μαθητή, η οποία ενισχύει και ανατροφοδοτεί
την εκπαιδευτική διαδικασία, διευκολύνοντας και εδραιώνοντας τους
μαθησιακούς στόχους.
Προς την κατεύθυνση αυτή, το σχολείο,
μέσα από
τυπικές-κανονιστικές (βαθμολογίες τριμήνων, διαγωνισμάτων κ.λπ) ή
παράλληλες (επαίνους, σημαιοφόρους, παραστάτες κ.λπ.) διαδικασίες αφενός
προετοιμάζει τον μαθητή για τους βασικούς κανόνες και τις πρακτικές της
ενήλικης κοινωνικής κανονικότητας και αφετέρου επιβραβεύει την
προσπάθεια και την επίδοσή του σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς
και στόχους που διέπουν τη λειτουργία του.
Η Παιδαγωγική επιστήμη από την πλευρά της
υποστηρίζει βάσιμα και τεκμηριωμένα την αναγκαιότητα της θετικής
ενίσχυσης και επιδοκιμασίας των προσπαθειών του μαθητή μέσα από πολλές
εκπαιδευτικές περιστάσεις, που συμβάλλουν στην οικοδόμηση της
αυτοεκτίμησής του, καθώς και τη διαμόρφωση κινήτρων και προτύπων σε
αυτόν.
Ωστόσο, αποτελεί γεγονός πως ορισμένα από αυτά τα
κίνητρα, όπως είναι η επιλογή και ανάδειξη σημαιοφόρου και παραστατών
σημαίας, έχουν γίνει, σε αρκετές περιπτώσεις, σημεία ανάδειξης της
ματαιοδοξίας των γονεϊκών προσδοκιών, αιτίες πίεσης της οικογένειας προς
τον μαθητή και λόγοι σύγκρουσης, σε επίπεδο σχολικής μονάδας, μεταξύ
εκπαιδευτικών ή εκπαιδευτικών με γονείς.
Το γεγονός αυτό, όμως, δεν μπορεί να αποτελέσει
αιτία για μια εξισωτική και «δίκην τύχης» αντίληψη σε ό,τι αφορά την
επιλογή του μαθητή, ο οποίος, στις συγκεκριμένες τελετές, εκπροσωπεί
ουσιαστικά τη σχολική μονάδα του και καλείται να κρατά και μεταφέρει ένα
σημαντικότατο εθνικό σύμβολο. Επομένως, οι γονείς οφείλουν να
καταστήσουν σαφές στο παιδί τους ότι η βράβευση δεν συνιστά αυτοσκοπό
αλλά κίνητρο για την επίτευξη του στόχου.
Στο σημείο αυτό, επιβάλλεται, επίσης, να τονιστεί
ιδιαίτερα ότι σε όλες τις περιπτώσεις, όπου είναι καθιερωμένες οι
παρελάσεις, οι οποίες συνιστούν ένα είδος στρατιωτικής δραστηριότητας,
υπάρχουν και κριτήρια για την επιλογή εκείνων «περί τη σημαία», είτε
αυτά είναι σωματικού έως και ρατσιστικού τύπου (παράστημα, ύψος, βάρος
κ.λπ.), είτε αποτέλεσμα ηρωικών πράξεων (παράσημα), είτε, επί του
προκειμένου και μέχρι σήμερα, συνδέονται με άριστες επιδόσεις.
Δεν αμφισβητείται η βούληση του Υπουργού Παιδείας
να θεωρεί όλους τους μαθητές ικανούς Έλληνες πολίτες για να κρατούν ή να
συνοδεύουν το εθνικό μας σύμβολο. Αμφισβητείται, ωστόσο, το αν αυτή η
βούλησή του στοιχειοθετείται και τεκμηριώνεται παιδαγωγικά και
ψυχολογικά σε ό,τι αφορά την αντίληψή του για τον ρόλο του μαθητή στις
κοινωνικοποιητικές διεργασίες του σχολείου. Διότι στον διάλογο θα
αντιτείναμε τα ακόλουθα: ή να σταματήσουν οι μαθητικές παρελάσεις και να
αντικατασταθούν με πολλούς άλλους παιδαγωγικά πιο πρόσφορους τρόπους,
για να αποδοθεί τιμή και μνήμη στην ιστορία της πατρίδας μας και στους
ηρωικούς προγόνους ή, από τη στιγμή που μία, κατά την εκτίμησή μας,
στρατιωτικού τύπου τελετουργική διαδικασία, η οποία, ασφαλώς και έχει
τη δική της παραδοσιακή και ιστορική αξία, υιοθετείται, τότε επιβάλλεται
να λειτουργήσει προς όφελος του μαθητή, επιβεβαιώνοντας τον ηθικό και
παιδαγωγικό κανόνα ότι οι προσπάθειές του αναγνωρίζονται και
επιβραβεύονται. Εξάλλου, σε ποια συναγωνιστική ή και ανταγωνιστική
κοινωνική, επαγγελματική και εκπαιδευτική σημερινή περίσταση η
αξιολόγηση και η επιλογή διεξάγονται με όρους «τύχης»;
Με την έννοια αυτή, λοιπόν, είμαστε της άποψης
ότι, μέσα από την πρόσφατη ρύθμιση επιλογής σημαιοφόρων, προωθείται ένα
μήνυμα και ένα «μάθημα» ήσσονος προσπάθειας σε άτομα που η προσωπικότητά
τους βρίσκεται σε διαδικασία διαμόρφωσης, ότι, δηλαδή, π.χ. όλοι
δικαιούνται τα ύπατα αξιώματα, όλοι πρέπει να εισάγονται στα
Πανεπιστήμια, όλοι είναι ικανοί να γίνονται Υπουργοί κ.ο.κ. Βέβαια, το
γεγονός αυτό μπορεί για έναν ενήλικο να αποτελεί μια αντίληψη ορθή ή μη,
την οποία έχει ενσωματώσει στο αξιακό του σύστημα και με αυτή, που
αποτελεί και δικαίωμά του, να πορεύεται. Για έναν μαθητή, όμως, ο οποίος
ακόμη κοινωνικοποιείται και «μαθαίνει», ελλοχεύει βάσιμα ο κίνδυνος να
διαμορφώσει μια στρεβλή αντίληψη για την αξιοκρατία, την επίτευξη
στόχων, την προσπάθεια και, γενικότερα, την προσωπική και κοινωνική του
ταυτότητα.
Επομένως, η επιδίωξη επίτευξης των προσωπικών και
σχολικών στόχων του μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία σχετίζεται άμεσα
με την επίδοσή του και την αριστεία και, κατά ακολουθία, με την πρόοδό
του. Διότι το σχολείο δημιουργεί και καλλιεργεί διαρκώς πρότυπα
συμπεριφοράς προς μίμηση. Επιπλέον, και προκειμένου ο μαθητής να
συνεχίσει την καταβολή προσπάθειας, το σχολείο επιδοκιμάζει και
επιβραβεύει τον μαθητή για να του καλλιεργήσει την επανάληψη της
προσπάθειας και να τον κάνει να αισθανθεί την ικανοποίηση από την
επίτευξη των στόχων του.
Εξάλλου, σε όλους τους κοινωνικούς θεσμούς το
άτομο επιδιώκει την αναγνώριση και την επιβράβευση, δεδομένου ότι αυτές
οι ηθικές, προσωπικές και κοινωνικές, πτυχές έχουν αποδειχθεί ισχυρό
κίνητρο που ενισχύει τη συνέχιση και την αύξηση των προσπαθειών του. Σε
διαφορετική περίπτωση, διαμορφώνονται λογικές ήσσονος προσπάθειας και
ισοπεδωτικής αντίληψης, έχοντας, μάλιστα, υπόψη ότι η ατομική,
επαγγελματική και κοινωνική πρόοδος επιτυγχάνονται κυρίως με στοχευμένες
και όχι με τυχαίες ενέργειες.
*Καθηγητής Σχολικής Παιδαγωγικής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου