Μια
νεαρή γυναίκα στην Κέρκυρα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της γιατί αυτός
δεν ενέκρινε τον αγαπημένο της. Μια άλλη νεαρή γυναίκα στη Ρόδο
δολοφονήθηκε γιατί αρνήθηκε να ενδώσει στις σεξουαλικές απαιτήσεις δύο
νεαρών. Μια τρίτη νεαρή γυναίκα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της
προκειμένου αυτός να εκδικηθεί τη σύζυγό του και μητέρα της κοπέλας
γιατί τον είχε χωρίσει. Μια τέταρτη, θύμα βίας από τον άνδρα της, την
οποία αναζητούσε η Νικολούλη στην εκπομπή της, βρέθηκε κρεμασμένη από
ένα δέντρο για να «γλιτώσει» από τον θύτη-σύζυγό της.
Στην ειδησεογραφία φθάνουν διαρκώς περιστατικά κακοποίησης εξαιρετικής σκληρότητας ή και δολοφονίας νεαρών γυναικών με ειδεχθή τρόπο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δράστης είναι ο φίλος τους, ο σύντροφός τους ή και ο ίδιος ο πατέρας τους.
Αν γυρίσουμε λίγο πίσω, στην ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα,
παρακολουθούμε την πατριαρχική εξουσία, ταυτισμένη με το κοινωνικό κατεστημένο στην ελληνική κοινωνία, να αποτυπώνει μοναδικά, όσο και τραγικά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στη «Στέλλα Βιολάντη», το ομώνυμο διήγημά του. Όταν ο πατέρας της νεαρής, περήφανης Στέλλας, παίρνει είδηση το ειδύλλιο τής κόρης του με έναν «παρακατιανό», της επιτίθεται έξω φρενών: «…Τι ντροπές είναι τούτες που μου ’βαλες στο κούτελό μου;... Με ποιο δικαίωμα δόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποιος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσεις και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;». Δεν διστάζει να τη χτυπήσει βάρβαρα και να την φυλακίσει, οδηγώντας τη στο θάνατο.
Η κόρη είναι «κτήμα» του πατέρα της. Τη χειρίζεται ως σύμβολο της κοινωνικής του θέσης και της ανδρικής του εξουσίας. Ορίζει τη ζωή και το θάνατό της.
Λίγες μόνον δεκαετίες μας χωρίζουν από αυτά τα ακραία ήθη.
Την ίδια εποχή, η Πηνελόπη Δέλτα, μορφή της δημοτικιστικής διανόησης, παραδέχεται ότι: «Και ο πατέρας μου άνοιγε τα γράμματα της μητέρας μου, και, αργότερα, ο άντρας μου άνοιγε τα δικά μου, και ούτε κείνος ούτε εγώ ούτε η μητέρα μου, τότε, δεν το βρίσκαμε άτοπο».
Δεν μπορούμε να μην προβληματιστούμε για τον «σκοτεινό αριθμό» των γυναικών που υφίστανται κακοποίηση, ακόμη και καθημερινά, αλλά δεν φθάνουν ποτέ στο σημείο να την καταγγείλουν. Ίσως γιατί αποδέχονται την κατάσταση ως «φυσική», εσωτερικεύοντας το πρόβλημα. Έτσι, «βοηθούν» άθελά τους τον θύτη να συνεχίζει να αποφεύγει τις ευθύνες του.
Δυστυχώς, στο λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο δεν υπάρχουν οι συνήθεις δικαιολογίες για παθογένειες τέτοιας μορφής και τέτοιας κλίμακας. Παθογένειες που η σύγχρονη ελληνική κοινωνία αδυνατεί να ελέγξει ικανοποιητικά.
Διαπιστώνουμε καθημερινά ότι παλαιολιθικά στερεότυπα του ισχυρού άνδρα - «κυνηγού» και της γυναίκας - «θηράματος» επιβιώνουν στην καθημερινότητά μας. Ακραίος ανταγωνισμός και αντικοινωνικές συμπεριφορές, με στόχο κυρίως τη γυναίκα, εμποτίζουν τον καθημερινό μας πολιτισμό. Βομβαρδιζόμαστε διαρκώς από σεξιστικά μηνύματα μέσα από το λόγο και την εικόνα. Τα μηνύματα είναι τόσα πολλά που τα θεωρούμε «φυσικά».
Στους τοίχους της πόλης μας βρίσκει διέξοδο η ανώνυμη γλώσσα του έμφυλου «μίσους». Η γηπεδική συμπεριφορά αμαυρώνεται από συνθήματα έμφυλης βίας που ακυρώνουν την εξίσωση «αθλητισμός ίσον πολιτισμός». Όμως, όλα αυτά έχουμε μάθει να τα αγνοούμε. Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η κοινωνία μας όταν προσπαθεί να εκφράσει την οργή της, όταν παρεκτρέπεται από την «πολιτική ορθότητα».
Το ψηφιακό σύμπαν προσφέρει νέα μέσα και γλώσσες για να εκφραστεί και πάλι ένας smart σεξισμός, για να βρουν trendy έκφραση οι βίαιες παραφυάδες του. Τα θύματα: μικρά και μεγαλύτερα κορίτσια, νέες και μεγαλύτερες γυναίκες. Ο ψηφιακός εκφοβισμός αποκαλύπτει όχι μόνον τη βία του θύτη, αλλά και την τρωτότητα του θύματος, που δημιουργεί και αναπαράγει η ίδια η κοινωνία μας. Οι αυτοκτονίες νέων κοριτσιών που έπεσαν θύματα ψηφιακού εκφοβισμού δεν έχουν τίποτε το trendy.
Όμως, το παιχνίδι της «αντιπαλότητας» των φύλων παίζεται και σε κάθε σχολικό προαύλιο. Άραγε, πόσο βαθιά ριζωμένα στην παιδική ψυχή είναι τα λόγια που ανταλλάσσουν με πάθος μικρά αγόρια και κορίτσια, με όλη την παιδική τους αθωότητα. Και πόσα από αυτά θα γίνουν στάσεις ή πράξη στην ενήλικη ζωή
Πρέπει να γίνουμε περισσότερο καταγγελτικοί. Οφείλουμε να αγανακτούμε όταν βλέπουμε άνδρες να ταπεινώνουν και να εξευτελίζουν τη σύντροφο, τη σύζυγο, τη συνοδό τους, ή την κόρη τους για να την… συνετίσουν, να την… επαναφέρουν στην τάξη. Μια προσπάθεια που ίσως κορυφωθεί στις ιδιωτικές στιγμές.
Οφείλουμε να διαμαρτυρηθούμε, αν διαπιστώσουμε ότι μια ιστοσελίδα χυδαιολογεί και προσβάλλει το γυναικείο φύλο. Οφείλουμε να ανησυχούμε αν στο περιβάλλον μας, στη γειτονιά μας, υποπτευόμαστε ότι γυναίκες κακοποιούνται με τον οποιοδήποτε τρόπο ή εξαναγκάζονται σε σεξουαλική ή άλλης μορφής εκμετάλλευση.
Οφείλουμε ακόμη να καταγγείλουμε τον μικρό-ή μεγάλο-καθηγητή που εκβιάζει τη φοιτήτρια με «όπλο» τη βαθμολογία. Πρέπει να εξοργιστούμε και όταν ακούμε μεγαλοσχήμονες να εκφράζουν το σεξισμό τους. Όπου κι αν βρίσκονται, ακόμη και στη Βουλή.
Δεν υπάρχουν πρόσωπα ταμπού στο θέμα της βίας. Γιατί η βία κατά των γυναικών δεν γνωρίζει κοινωνικούς, μορφωτικούς, γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς.
Ανοχή στη Βία κατά των Γυναικών, σημαίνει Συνενοχή.
Και αυτό μπορεί να σταματήσει μόνο με τη βοήθεια όλων μας, ανδρών και γυναικών.
Στην ειδησεογραφία φθάνουν διαρκώς περιστατικά κακοποίησης εξαιρετικής σκληρότητας ή και δολοφονίας νεαρών γυναικών με ειδεχθή τρόπο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δράστης είναι ο φίλος τους, ο σύντροφός τους ή και ο ίδιος ο πατέρας τους.
Αν γυρίσουμε λίγο πίσω, στην ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα,
παρακολουθούμε την πατριαρχική εξουσία, ταυτισμένη με το κοινωνικό κατεστημένο στην ελληνική κοινωνία, να αποτυπώνει μοναδικά, όσο και τραγικά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στη «Στέλλα Βιολάντη», το ομώνυμο διήγημά του. Όταν ο πατέρας της νεαρής, περήφανης Στέλλας, παίρνει είδηση το ειδύλλιο τής κόρης του με έναν «παρακατιανό», της επιτίθεται έξω φρενών: «…Τι ντροπές είναι τούτες που μου ’βαλες στο κούτελό μου;... Με ποιο δικαίωμα δόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποιος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσεις και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;». Δεν διστάζει να τη χτυπήσει βάρβαρα και να την φυλακίσει, οδηγώντας τη στο θάνατο.
Η κόρη είναι «κτήμα» του πατέρα της. Τη χειρίζεται ως σύμβολο της κοινωνικής του θέσης και της ανδρικής του εξουσίας. Ορίζει τη ζωή και το θάνατό της.
Λίγες μόνον δεκαετίες μας χωρίζουν από αυτά τα ακραία ήθη.
Την ίδια εποχή, η Πηνελόπη Δέλτα, μορφή της δημοτικιστικής διανόησης, παραδέχεται ότι: «Και ο πατέρας μου άνοιγε τα γράμματα της μητέρας μου, και, αργότερα, ο άντρας μου άνοιγε τα δικά μου, και ούτε κείνος ούτε εγώ ούτε η μητέρα μου, τότε, δεν το βρίσκαμε άτοπο».
Η βία κατά των των γυναικών μπορεί να είναι λεκτική βία, οικονομικός εκβιασμός, σεξουαλική ταπείνωση, ξυλοδαρμός, τραυματισμός, βιασμός, και όχι μόνον… Μια αληθινή «έκθεση ωμοτήτων»Η γυναικεία κακοποίηση που φθάνει μέχρι και τις δολοφονίες φαίνεται να «αντέχει» και να έχει απλώσει και δυναμώσει για τα καλά τις ρίζες της στη χώρα μας, ακόμη και σήμερα στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η βία κατά των των γυναικών μπορεί να είναι λεκτική βία, οικονομικός εκβιασμός, σεξουαλική ταπείνωση, ξυλοδαρμός, τραυματισμός, βιασμός, και όχι μόνον… Μια αληθινή «έκθεση ωμοτήτων», για να δανειστώ τον τίτλο του διαβόητου βιβλίου του Τζέιμς Μπάλαρντ.
Δεν μπορούμε να μην προβληματιστούμε για τον «σκοτεινό αριθμό» των γυναικών που υφίστανται κακοποίηση, ακόμη και καθημερινά, αλλά δεν φθάνουν ποτέ στο σημείο να την καταγγείλουν. Ίσως γιατί αποδέχονται την κατάσταση ως «φυσική», εσωτερικεύοντας το πρόβλημα. Έτσι, «βοηθούν» άθελά τους τον θύτη να συνεχίζει να αποφεύγει τις ευθύνες του.
Δυστυχώς, στο λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο δεν υπάρχουν οι συνήθεις δικαιολογίες για παθογένειες τέτοιας μορφής και τέτοιας κλίμακας. Παθογένειες που η σύγχρονη ελληνική κοινωνία αδυνατεί να ελέγξει ικανοποιητικά.
Ίσως αυτό που μας ενοχλεί περισσότερο είναι η υποψία ότι δεν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο.Ίσως αυτό που μας ενοχλεί περισσότερο είναι η υποψία ότι δεν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο. Ότι η κοινωνία μας επιτρέπει, αν όχι υποθάλπει, τέτοια φαινόμενα. Γιατί στο πρόβλημα της γυναικείας κακοποίησης βρίσκει κανείς γνωστά «συστατικά», ευρέως διαθέσιμα γύρω μας. Η γυναίκα σταθερά τοποθετείται ακόμη και σήμερα μερικά σκαλοπάτια χαμηλότερα από τον άνδρα, στην κοινωνική ιεραρχία των φύλων.
Διαπιστώνουμε καθημερινά ότι παλαιολιθικά στερεότυπα του ισχυρού άνδρα - «κυνηγού» και της γυναίκας - «θηράματος» επιβιώνουν στην καθημερινότητά μας. Ακραίος ανταγωνισμός και αντικοινωνικές συμπεριφορές, με στόχο κυρίως τη γυναίκα, εμποτίζουν τον καθημερινό μας πολιτισμό. Βομβαρδιζόμαστε διαρκώς από σεξιστικά μηνύματα μέσα από το λόγο και την εικόνα. Τα μηνύματα είναι τόσα πολλά που τα θεωρούμε «φυσικά».
Στους τοίχους της πόλης μας βρίσκει διέξοδο η ανώνυμη γλώσσα του έμφυλου «μίσους». Η γηπεδική συμπεριφορά αμαυρώνεται από συνθήματα έμφυλης βίας που ακυρώνουν την εξίσωση «αθλητισμός ίσον πολιτισμός». Όμως, όλα αυτά έχουμε μάθει να τα αγνοούμε. Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η κοινωνία μας όταν προσπαθεί να εκφράσει την οργή της, όταν παρεκτρέπεται από την «πολιτική ορθότητα».
Το ψηφιακό σύμπαν προσφέρει νέα μέσα και γλώσσες για να εκφραστεί και πάλι ένας smart σεξισμός, για να βρουν trendy έκφραση οι βίαιες παραφυάδες του. Τα θύματα: μικρά και μεγαλύτερα κορίτσια, νέες και μεγαλύτερες γυναίκες. Ο ψηφιακός εκφοβισμός αποκαλύπτει όχι μόνον τη βία του θύτη, αλλά και την τρωτότητα του θύματος, που δημιουργεί και αναπαράγει η ίδια η κοινωνία μας. Οι αυτοκτονίες νέων κοριτσιών που έπεσαν θύματα ψηφιακού εκφοβισμού δεν έχουν τίποτε το trendy.
Όμως, το παιχνίδι της «αντιπαλότητας» των φύλων παίζεται και σε κάθε σχολικό προαύλιο. Άραγε, πόσο βαθιά ριζωμένα στην παιδική ψυχή είναι τα λόγια που ανταλλάσσουν με πάθος μικρά αγόρια και κορίτσια, με όλη την παιδική τους αθωότητα. Και πόσα από αυτά θα γίνουν στάσεις ή πράξη στην ενήλικη ζωή
Πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια της βίας γύρω μας, και να μη διστάζουμε να μιλήσουμε γι’αυτά.Πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τα σημάδια της βίας γύρω μας, και να μη διστάζουμε να μιλήσουμε γι’αυτά. Όπου κι αν τα ανακαλύψουμε. Δεν έχουμε περιθώριο να κάνουμε τα «στραβά μάτια».
Πρέπει να γίνουμε περισσότερο καταγγελτικοί. Οφείλουμε να αγανακτούμε όταν βλέπουμε άνδρες να ταπεινώνουν και να εξευτελίζουν τη σύντροφο, τη σύζυγο, τη συνοδό τους, ή την κόρη τους για να την… συνετίσουν, να την… επαναφέρουν στην τάξη. Μια προσπάθεια που ίσως κορυφωθεί στις ιδιωτικές στιγμές.
Οφείλουμε να διαμαρτυρηθούμε, αν διαπιστώσουμε ότι μια ιστοσελίδα χυδαιολογεί και προσβάλλει το γυναικείο φύλο. Οφείλουμε να ανησυχούμε αν στο περιβάλλον μας, στη γειτονιά μας, υποπτευόμαστε ότι γυναίκες κακοποιούνται με τον οποιοδήποτε τρόπο ή εξαναγκάζονται σε σεξουαλική ή άλλης μορφής εκμετάλλευση.
Οφείλουμε ακόμη να καταγγείλουμε τον μικρό-ή μεγάλο-καθηγητή που εκβιάζει τη φοιτήτρια με «όπλο» τη βαθμολογία. Πρέπει να εξοργιστούμε και όταν ακούμε μεγαλοσχήμονες να εκφράζουν το σεξισμό τους. Όπου κι αν βρίσκονται, ακόμη και στη Βουλή.
Δεν υπάρχουν πρόσωπα ταμπού στο θέμα της βίας. Γιατί η βία κατά των γυναικών δεν γνωρίζει κοινωνικούς, μορφωτικούς, γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς.
Ανοχή στη Βία κατά των Γυναικών, σημαίνει Συνενοχή.
Και αυτό μπορεί να σταματήσει μόνο με τη βοήθεια όλων μας, ανδρών και γυναικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου