Του Νίκου Τσούλια*
Μόνο αυτή η επιστροφή μπορεί να
χαρακτηριστεί αέναη, η προς το γενέθλιο τόπο διαρκώς επαναλαμβανόμενη
παλιννόστηση. Και ίσως να έχει και το πιο χαρακτηριστικό της χρώμα, όταν
ο τόπος είναι χωριό! Έχει σημασία το μέγεθος της πόλης, κατά τον
Αριστοτέλη. Αλλά είναι το μέγεθος του χωριού, που το κάνει απόλυτα
ξεχωριστό, γιατί δημιουργεί μια κλειστή ενότητα, ένα αυτοαναφορικό
στερέωμα που διαμορφώνει σχεδόν ολοκληρωμένη εσωτερική λειτουργία και
εξωτερική αυτονομία.
Πρόκειται για μια βαθιά
ανάγκη της ζωής μας που
μένει πάντα ακόρεστη, για ένα παραδεισένιο όνειρο που φωλιάζει στον
πυρήνα της ψυχής μας και επιζητεί το ζωντάνεμά του με κάθε τρόπο. Η
αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα, για τη μικρή πατρίδα μέσα στη μεγάλη
πατρίδα, είναι πάντα ζώσα και θαλερή, πάντα ακμαία και ανικανοποίητη. Αν
μάλιστα υπάρχει και μια «ανοιχτή πληγή», που οδήγησε στη βίαιη φυγή και
στο μαζικό ξεριζωμό των ανθρώπων ή που προκλήθηκε από μια ερήμωση του
χρόνου και της αστυφιλίας, τότε η νοσταλγία γίνεται μόνιμο πάθος και
ανολοκλήρωτος πόθος.
Και θέλεις κάθε φορά να ζωντανεύεις το χωριό
διώχνοντας τη σκόνη του χρόνου και τη μαύρη σκιά της λήθης, παίζοντας με
τα φαντάσματά του και με τις φαντασιώσεις σου χωρίς να είσαι βέβαιος το
πού οδηγεί κάθε φορά το ανακάτωμα του παρελθόντος και του παρόντος. Και
αν έχεις ζήσει στο χωριό την παιδική σου ηλικία κατά τις δεκαετίες του
1960 και του 1970, τότε που προλάβαινες να δεις και τη φτώχεια και την
έξοδο απ’ αυτή, τότε που τα χωριά όλης της χώρας ήταν στην ανέχεια αλλά
και στις δόξες τους, πλημμυρισμένα από ανθρώπους και από ζωή, έβλεπες
σιγά – σιγά αλλά σταθερά να ροδοχαράζει το φωτεινό μέλλον τους αν και
είχες «άγνοια κινδύνου» για το επόμενο βήμα του χρόνου που θα έφερνε το
μαρασμό, αποκόμιζες στη «συσκευή της ηλικίας» σου μια παράξενη αίσθηση
προκαταβολικής νοσταλγίας.
Τα χωριά εκείνων των καιρών ήταν τόποι ανθρώπων
σκληρά εργαζόμενων, αντρών και γυναικών αλλά και παιδιών – πέραν της
λειτουργίας των σχολείων -, δουλειά στα χωράφια από τα άγρια χαράματα
μέχρι το βαθύ σκοτάδι των μικρών ημερών του χειμώνα, βουτηγμένων μέσα
στη λάσπη και τον ιδρώτα.
Τότε για τον παιδόκοσμο, το χωριό ήταν ο κόσμος
όλος! Όταν φτάναμε έξω από τα γνωστά κατατόπια του χωριού, νιώθαμε ένα
μούδιασμα, μια αβεβαιότητα και μια συστολή. Όταν βλέπαμε άλλον άνθρωπο
εκτός χωριού ή φοβόμαστε ή ντρεπόμαστε – μάλλον και τα δύο – και πάντως
φροντίζαμε να «στρίβουμε». Τότε το χωριό λειτουργούσε σα μια μεγάλη
οικογένεια, που περιελάμβανε με έναν περίεργο τρόπο – διαμορφώνοντας
ειδικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων: συγγενών, γειτόνων, φίλων κλπ –
όλες τις άλλες συνηθισμένες οικογένειες.
Η γνωριμία είχε όλες τις βαθμίδες της και όλες
τις αποχρώσεις της, από την απλή γνώση μέχρι εκείνη τη φιλία που έδινε
τη δυνατότητα στους ανθρώπους διαφορετικών οικογενειών να τρώνε από το
ίδιο πιάτο και να μπαινοβγαίνουν στα σπίτια τους χωρίς να κτυπάνε καμιά
πόρτα… Όχι βέβαια πως δεν υπήρχαν τριβές και προβλήματα, αλλά συνυπήρχαν
συνήθως με το καλό κλίμα και την αγαθή πρόθεση αλλά και με τη
μεταμέλεια και την προσφυγή στη συγχώρεση. Αυτή η μοναδικότητα της
συλλογικότητας δεν υπήρξε ποτέ σε μια πόλη.
Εδώ σε κάθε χωριό ανθοφορούσαν και γλωσσική
ιδιαιτερότητα της ντοπιολαλιάς και ξεχωριστοί γλωσσικοί κώδικες, στα
οποία για να εξοικειωθούν οι νεοφερμένοι γαμπροί και νύφες απαιτούσαν
χρόνο και δοκιμασία. Τα πανηγύρια και οι γιορτές ήταν κοινή υπόθεση. Οι
κηδείες και τα μαύρα γεγονότα ήταν τέτοια για όλους. Αλλά και τα
πειράγματα και οι φάρσες έδιναν και έπαιρναν είτε σε ειδικές κοινωνικές
δραστηριότητες (Απόκριες…) είτε σε στιγμές χαλαρότητας από τις βαριές
δουλειές των χωραφιών.
Σε αυτό το σκηνικό, κάθε άνθρωπος είχε και μια
ξεχωριστή ιδιαιτερότητα, έναν ρόλο που είτε τον επεδίωκε ο ίδιος είτε
προέκυπτε μέσα από τυχαία συμβάντα είτε του τον «κολλούσα» οι άλλοι.
Άλλοι θα είχαν τον πρώτο λόγο στο τραγούδι ή στο χορό και στο γλέντι,
άλλοι στην αφήγηση των παλιών καιρών ή στα κοινοτικά δρώμενα, άλλοι στην
πολιτική, άλλοι στα πειράγματα ή στην εξυπηρέτηση των άλλων και στα
θελήματα αλλά και άλλοι στα καρφώματα στη χωροφυλακή ή στον αγροφύλακα…
Η αέναη επιστροφή στο χωριό δεν είναι μόνο ένα
συνεχές ταξίδι προς τον ίδιο πάντα προορισμό. Περιλαμβάνει και την
οριστική επιστροφή, την επιστροφή που σου διακόπτει τελεσίδικα την
περιοδική επαναληψιμότητά της. Αλλά και αυτή ο οριστική επιστροφή – που
είναι τόσο δεδομένη και απόλυτη όσο και η ίδια η ζωή μας – έχει
απαλότερα χαρακτηριστικά. Είναι πολύ διαφορετικό να «βλέπεις» κατά την
ανατολή το αγαπημένο σου βουνό και κατά τη δύση τη λίμνη που
περιτριγυρίζει όμορφα και χαδιάρικα το χωριό σου, την εστία σου, από
ό,τι να «βλέπεις» ένα μαρμάρινο και ψυχρό συνεχές, χωρίς ορίζοντα, χωρίς
το γενέθλιο τόπο σου…
*Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου