Mamut’s Café, Nutzi Acontz
Του Νίκου Τσούλια*
Έχασε τον πατέρα του μόλις που είχε προλάβει να
μπει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του, όταν ήταν μικρός. Είχε καρκίνο,
τον έφαγε το τσιγάρο. Δεν το έβγαζε από το στόμα του. Σκληρή η ζωή τότε
στη δεκαετία του ’60 και είχε το τσιγάρο τη μόνη παρηγοριά του.
Και έτσι ο
Πάνος έπρεπε να βρει δουλειά, για να
μπορεί να τελειώσει το γυμνάσιο. Στην Αθήνα μαζεύονταν κι άλλοι νέοι από
το χωριό του, εκεί πήγε κι αυτός. Του άρεσαν τα γράμματα και το
διάβασμα. Έμεινε πίσω η μάνα του, που δούλευε στη φτωχή περιουσία τους
ίσα για να τα βγάλει πέρα, και ο μικρός αδελφός του. Νοίκιασε μαζί με
δύο άλλους γνωστούς του χωριού του που είχαν φύγει νωρίτερα και ήξεραν
τα κατατόπια της πόλης. Δύο τα κρεβάτια, δεν τον ένοιαζε, πολλές φορές
κοιμόταν στρωματσάδα στο υπόγεια διαμέρισμά τους κάθε φορά που πήγαινε
κάποιος συγγενής ή φίλος.
Δεν ονειρευόταν πολλά πράγματα. Ελαιοχρωματιστής
για να βγάζει τα λιγοστά έξοδά του, το θέατρο η αγαπημένη του ασχολία,
τα βιβλία το καταφύγιό του. Δεν μπήκε στο αισιόδοξο ρεύμα της πολιτικής
που έπνεε στη μεταπολίτευση. «Το κόμμα σε κάνει μάζα», έλεγε σε όποιον
τον ρωτούσε – χωρίς όμως να τον νοιάζει αν συμφωνεί ο άλλος με την άποψή
του. Κράταγε τις ιδέες για τον εαυτό του, για τον τρόπο της ζωής του.
Αναρχία ήταν η ιδεολογία του. Δεν ήθελε καμιά
ομαδοποίηση αυτής της στάσης του, και τους αναρχικούς των Εξαρχείων ποτέ
δεν του πλησίασε. «Και αυτοί κάνουν δομή εξουσίας», έλεγε και δεν
προχωρούσε παρακάτω. Απλός στη ζωή του – λιτοδίαιτος, κάτι να υπάρχει
για φαί – για να μην πεινάει και τίποτα περισσότερο, μικρή αδυναμία του
το εσπρέσο στην Κοραή. «Δεν θα με κάνουν οι δήθεν ανάγκες σκλάβο τους»,
μου είπε μια φορά που τον ρώτησα γιατί δεν μαζεύει κανένα φράγκο για να
πάρει αυτοκίνητο, «θέλω να βρω την ελευθερία μου». Ασκητής μέσα στην
Αθήνα, του κραταιού ρεύματος για εύκολο πλουτισμό, για αγαθά υλικά επί
αγαθών. Άνθρωπος βγαλμένος από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
Πάντα με μικρά μαλλιά, κομμένη φαβορίτα ψηλά,
βαθουλωμένα μάγουλα, στεγνός, μαύρα πυκνά φρύδια, μανία με το τσιγάρο,
Ντοστογιεφσκικός τύπος και κάθε φορά που γύριζε στο χωριό του δεν τον
κατανοούσαν, που δεν κοίταζε να φτιάξει τη ζωή του σαν τους άλλους νέους
που όλο καμάρωναν για τις επιτυχίες τους. Δεν ήθελε να κάνει
οικογένεια. Φρόντιζε το μικρό του ανιψάκι σα να ήταν δικό του παιδί.
Πήγαινε κάθε τόσο εκεί πάνω στο καλύβι, που είχε φτιάξει ο πατέρας του
πάνω στην πλαγιά στο δρόμο για το βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγιάς,
παρέα με τα βιβλία του και με τους στοχασμούς του.
Α, είχε κι άλλη αγάπη, τον κινηματογράφο. Πάντα
ήθελε να ερμηνεύει τις επιλογές και τα ευρήματα του σκηνοθέτη. «Δεν θέλω
να βλέπω μόνο ό,τι βλέπουν τα μάτια μου. Ψάχνω να συναντήσω τη σκέψη
του σκηνοθέτη, να πω τη δική μου ιδέα. Γιατί άραγε ο Χίτσκοκ εμφανίζει
τον ήρωά του να ανοίγει την πόρτα πριν το φόνο με αυτό τον τρόπο, γιατί
δείχνει με την κάμερα χαμηλά τα πόδια του και να μας καλεί να εστιάζουμε
στα βήματά του;»
Στην τέχνη έβρισκε το περιεχόμενο της ζωής του.
«Εκεί ο άνθρωπος είναι δημιουργός, απελευθερωμένος από τις δουλείες της
καταναλωτικής κοινωνίας. Εκεί μπορεί να βρει δρόμους για να αναζητήσει
την ελευθερία του». «Από πού πάνε για την ελευθερία;», ήταν ο αγαπημένος
μονόλογός του, που έβγαινε μέσα από την ψυχή του σαν να ήταν η μόνιμη
αγωνία του.
Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα στην ίδια ηλικία
περίπου με εκείνη του πατέρα του. «Πάνο, αναρωτιέμαι με το δικό σου
παράξενο τρόπο… Άραγε αυτή η γραφή μου μπορεί με κάποιο τρόπο να σε
βρει; Να σε ρωτήσω ήθελα. Από πού πάνε για την ελευθερία; Ξέρω την
απάντησή σου. ‘Είναι κάθε ανήσυχου ανθρώπου το ερώτημα αυτό και μόνος
του πρέπει να απαντήσει – όχι με λόγια μα με την ίδια τη ζωή του’».
*Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου