http://www.tovima.gr/
Ξεκίνησε η αξιολόγηση των ΤΕΙ και ΑΕΙ και οι εκθέσεις αξιολόγησης αρκετών τμημάτων έχουν ήδη αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ). Συμμετείχα σε μια τέτοια αξιολόγηση και επειδή δεν μας ζητήθηκε από την ΑΔΙΠ να σχολιάσουμε τη διαδικασία, προτείνοντας βελτιώσεις ή αναδεικνύοντας τυχόν δυσλειτουργίες, θα ήθελα να το κάνω δημόσια με το σκεπτικό ότι αυτό που γίνεται δεν είναι ακριβώς αξιολόγηση ούτε θα συμβάλει σε ουσιαστικές αλλαγές.
Συνήθως κάθε αξιολόγηση ενέχει τα στοιχεία της σύγκρισης και της ιεράρχησης τμημάτων με το ίδιο γνωστικό αντικείμενο ενώ στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για επιθεώρηση μεμονωμένων τμημάτων δίχως συγκριτικές προθέσεις. Οι εκθέσεις τις οποίες υποβάλλουν τα τμήματα στην ΑΔΙΠ και διαβιβάζονται κατόπιν στην επιτροπή αξιολόγησης χαρακτηρίζονται «εσωτερικές αξιολογήσεις» ενώ πρόκειται ουσιαστικά για αυτο-αξιολογήσεις. Η εσωτερική αξιολόγηση θα έπρεπε να διενεργείται από το ίδιο το πανεπιστήμιο, ώστε η επιτροπή να είναι σε θέση να συγκρίνει το πώς βλέπει το τμήμα προβλήματα υποδομής, προσωπικού ή φοιτητικής μέριμνας και ποια είναι η άποψη της διοίκησης (ΜΟΔΙΠ) κάθε πανεπιστημίου για τα ίδια ζητήματα.
Θα έπρεπε δηλαδή να υποβάλλονται δύο εκθέσεις (του τμήματος και η απάντηση της διοίκησης), ώστε οι αξιολογητές να έχουν καλύτερη εικόνα τού τι συμβαίνει ή πού οφείλονται τυχόν ανεπάρκειες. Οι αξιολογητές επίσης καλούνται να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα για την έκθεσή τους ενώ τα τμήματα δεν υποχρεώνονται να πράξουν το ίδιο, όταν υποβάλλουν τη δική τους αυτοαξιολόγηση, η οποία καλό θα ήταν να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων και να αναρτάται και αυτή στο Διαδίκτυο. Εφόσον δεν γίνεται συγκριτική αξιολόγηση αντίστοιχων τμημάτων από την ίδια επιτροπή ούτε υπάρχουν αξιολογικά κριτήρια και ως εκ τούτου ελλοχεύει ο κίνδυνος να αδικηθούν αξιόλογα τμήματα ή να ευνοηθούν προβληματικά, θα ήταν προτιμότερο το υπουργείο Παιδείας, μαζί με την ΑΔΙΠ, να θέτουν ρεαλιστικούς στόχους σε τμήματα ή πανεπιστήμια με σαφή χρονοδιαγράμματα (από την αναλογία διδασκόντων και διδασκομένων ως το πότε κάθε ίδρυμα θα χορηγήσει ηλεκτρονική διεύθυνση σε όλους τους προπτυχιακούς φοιτητές). Ετσι η επιτροπή αξιολόγησης θα έχει μια πιο σαφή εικόνα για το πώς επιμερίζονται οι ευθύνες μεταξύ τμήματος, πρυτανείας και υπουργείου Παιδείας. Για ποιους λόγους κάποια τμήματα ανταποκρίνονται στους στόχους και άλλα όχι ή ως ποιο βαθμό το υπουργείο παρέχει τους απαραίτητους πόρους στα πανεπιστήμια για να πετύχουν τους στόχους.
Με τον τρόπο που γίνονται αυτή τη στιγμή οι «αξιολογήσεις» δυστυχώς δεν οδηγούν πουθενά, γιατί δεν προβλέπεται χρονοδιάγραμμα διορθωτικών δράσεων. Συνιστούν περισσότερο επιθεωρήσεις ή εξαντλούνται σε διαπιστώσεις ενώ οι όποιες προτάσεις των εκθέσεων αξιολόγησης δεν είναι δεσμευτικές ούτε προβλέπεται τρόπος εφαρμογής τους. Απλώς ικανοποιείται πλημμελώς η αξίωση της ΕΕ για αξιολόγηση των πανεπιστημίων και το πιο πιθανό είναι ότι οι εκθέσεις θα έχουν την τύχη όσων έγιναν κατά καιρούς και είχαν πάλι αναρτηθεί στις ιστοσελίδες των πανεπιστημίων. Θα συμφωνήσω ότι οι αξιολογήσεις δεν θα πρέπει να είναι σε αυτό το στάδιο τιμωρητικές, αλλά θα μπορούσαν να οδηγούν σε επιβράβευση τμημάτων, προγραμμάτων ή πανεπιστημιακών που πετυχαίνουν διακρίσεις. Αξιολόγηση χωρίς κίνητρα είναι αδιανόητη.
Οι αξιολογήσεις των τμημάτων γίνονται αποκλειστικά από αξιολογητές προερχόμενους από ιδρύματα της αλλοδαπής. Αν η ελληνική πολιτεία δεν εμπιστεύεται εγχώριους πανεπιστημιακούς για τις αξιολογήσεις, τότε πώς τους εμπιστεύεται για τις εκλογές διδακτικού προσωπικού που έχουν και πιο μακροχρόνιο αντίκτυπο στην ποιότητα της έρευνας και της διδασκαλίας; Μη συμπεριλαμβάνοντας πανεπιστημιακούς της ημεδαπής στις επιτροπές αξιολόγησης, τους στερεί την ευκαιρία να γνωρίσουν το πώς αντιμετωπίζουν άλλα τμήματα της χώρας ποικίλα ζητήματα και δεν αναπτύσσεται εγχώρια κουλτούρα αξιολόγησης.
Μία ακόμη αδυναμία των αξιολογήσεων τις οποίες ξεκίνησε η ΑΔΙΠ είναι ότι περιλαμβάνουν προγράμματα σπουδών, διδασκαλία, έρευνα, υποδομές και υπηρεσίες. Ολα αυτά είναι αδύνατο να εκτιμηθούν σε πέντε μέρες και να συνταχθεί μέσα στο ίδιο διάστημα και η έκθεση. Η έρευνα θα μπορούσε να κριθεί ξεχωριστά, πιο συστηματικά, με συγκεκριμένα κριτήρια και εξ αποστάσεως, όπως γίνεται σε άλλες χώρες. Πιο στοχευμένες αξιολογήσεις θα ήταν αποτελεσματικότερες από μία που προσπαθεί να καλύψει τα πάντα. Πέρα από τις ποικίλες αδυναμίες ή αγκυλώσεις του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος, αρκετοί αξιολογητές είχαν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν ότι το πρωταρχικό πρόβλημα είναι ο μεγάλος αριθμός φοιτητών και ιδιαίτερα όσων καθυστερούν τις σπουδές τους. Δεν είναι δυνατόν ένα τμήμα να εμφανίζεται με τον διπλάσιο αριθμό φοιτητών από αυτόν που κανονικά θα έπρεπε να έχει και οι λιμνάζοντες φοιτητές να μην υποχρεώνονται να πληρώνουν για τις πρόσθετες εξετάσεις τους ή τη συνέχιση των σπουδών τους. Οπως έχω υποστηρίξει και άλλοτε, η Ελλάδα δεν αντέχει να εισάγει σε ΑΕΙ και ΤΕΙ περίπου το 70% των αποφοίτων της μέσης εκπαίδευσης, όταν η Βρετανία περιορίζεται γύρω στο 40%. Θα πρέπει, επομένως, κάποτε να επιλέξει μεταξύ μαζικής και ποιοτικής εκπαίδευσης. Αν δεν αντιμετωπιστεί το καίριο αυτό πρόβλημα, καμιά αξιολόγηση, ακόμα και η πιο άψογα οργανωμένη, όχι μόνο δεν θα αποδώσει αλλά δεν θα έχει και νόημα.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.
Ξεκίνησε η αξιολόγηση των ΤΕΙ και ΑΕΙ και οι εκθέσεις αξιολόγησης αρκετών τμημάτων έχουν ήδη αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ). Συμμετείχα σε μια τέτοια αξιολόγηση και επειδή δεν μας ζητήθηκε από την ΑΔΙΠ να σχολιάσουμε τη διαδικασία, προτείνοντας βελτιώσεις ή αναδεικνύοντας τυχόν δυσλειτουργίες, θα ήθελα να το κάνω δημόσια με το σκεπτικό ότι αυτό που γίνεται δεν είναι ακριβώς αξιολόγηση ούτε θα συμβάλει σε ουσιαστικές αλλαγές.
Συνήθως κάθε αξιολόγηση ενέχει τα στοιχεία της σύγκρισης και της ιεράρχησης τμημάτων με το ίδιο γνωστικό αντικείμενο ενώ στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για επιθεώρηση μεμονωμένων τμημάτων δίχως συγκριτικές προθέσεις. Οι εκθέσεις τις οποίες υποβάλλουν τα τμήματα στην ΑΔΙΠ και διαβιβάζονται κατόπιν στην επιτροπή αξιολόγησης χαρακτηρίζονται «εσωτερικές αξιολογήσεις» ενώ πρόκειται ουσιαστικά για αυτο-αξιολογήσεις. Η εσωτερική αξιολόγηση θα έπρεπε να διενεργείται από το ίδιο το πανεπιστήμιο, ώστε η επιτροπή να είναι σε θέση να συγκρίνει το πώς βλέπει το τμήμα προβλήματα υποδομής, προσωπικού ή φοιτητικής μέριμνας και ποια είναι η άποψη της διοίκησης (ΜΟΔΙΠ) κάθε πανεπιστημίου για τα ίδια ζητήματα.
Θα έπρεπε δηλαδή να υποβάλλονται δύο εκθέσεις (του τμήματος και η απάντηση της διοίκησης), ώστε οι αξιολογητές να έχουν καλύτερη εικόνα τού τι συμβαίνει ή πού οφείλονται τυχόν ανεπάρκειες. Οι αξιολογητές επίσης καλούνται να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα για την έκθεσή τους ενώ τα τμήματα δεν υποχρεώνονται να πράξουν το ίδιο, όταν υποβάλλουν τη δική τους αυτοαξιολόγηση, η οποία καλό θα ήταν να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων και να αναρτάται και αυτή στο Διαδίκτυο. Εφόσον δεν γίνεται συγκριτική αξιολόγηση αντίστοιχων τμημάτων από την ίδια επιτροπή ούτε υπάρχουν αξιολογικά κριτήρια και ως εκ τούτου ελλοχεύει ο κίνδυνος να αδικηθούν αξιόλογα τμήματα ή να ευνοηθούν προβληματικά, θα ήταν προτιμότερο το υπουργείο Παιδείας, μαζί με την ΑΔΙΠ, να θέτουν ρεαλιστικούς στόχους σε τμήματα ή πανεπιστήμια με σαφή χρονοδιαγράμματα (από την αναλογία διδασκόντων και διδασκομένων ως το πότε κάθε ίδρυμα θα χορηγήσει ηλεκτρονική διεύθυνση σε όλους τους προπτυχιακούς φοιτητές). Ετσι η επιτροπή αξιολόγησης θα έχει μια πιο σαφή εικόνα για το πώς επιμερίζονται οι ευθύνες μεταξύ τμήματος, πρυτανείας και υπουργείου Παιδείας. Για ποιους λόγους κάποια τμήματα ανταποκρίνονται στους στόχους και άλλα όχι ή ως ποιο βαθμό το υπουργείο παρέχει τους απαραίτητους πόρους στα πανεπιστήμια για να πετύχουν τους στόχους.
Με τον τρόπο που γίνονται αυτή τη στιγμή οι «αξιολογήσεις» δυστυχώς δεν οδηγούν πουθενά, γιατί δεν προβλέπεται χρονοδιάγραμμα διορθωτικών δράσεων. Συνιστούν περισσότερο επιθεωρήσεις ή εξαντλούνται σε διαπιστώσεις ενώ οι όποιες προτάσεις των εκθέσεων αξιολόγησης δεν είναι δεσμευτικές ούτε προβλέπεται τρόπος εφαρμογής τους. Απλώς ικανοποιείται πλημμελώς η αξίωση της ΕΕ για αξιολόγηση των πανεπιστημίων και το πιο πιθανό είναι ότι οι εκθέσεις θα έχουν την τύχη όσων έγιναν κατά καιρούς και είχαν πάλι αναρτηθεί στις ιστοσελίδες των πανεπιστημίων. Θα συμφωνήσω ότι οι αξιολογήσεις δεν θα πρέπει να είναι σε αυτό το στάδιο τιμωρητικές, αλλά θα μπορούσαν να οδηγούν σε επιβράβευση τμημάτων, προγραμμάτων ή πανεπιστημιακών που πετυχαίνουν διακρίσεις. Αξιολόγηση χωρίς κίνητρα είναι αδιανόητη.
Οι αξιολογήσεις των τμημάτων γίνονται αποκλειστικά από αξιολογητές προερχόμενους από ιδρύματα της αλλοδαπής. Αν η ελληνική πολιτεία δεν εμπιστεύεται εγχώριους πανεπιστημιακούς για τις αξιολογήσεις, τότε πώς τους εμπιστεύεται για τις εκλογές διδακτικού προσωπικού που έχουν και πιο μακροχρόνιο αντίκτυπο στην ποιότητα της έρευνας και της διδασκαλίας; Μη συμπεριλαμβάνοντας πανεπιστημιακούς της ημεδαπής στις επιτροπές αξιολόγησης, τους στερεί την ευκαιρία να γνωρίσουν το πώς αντιμετωπίζουν άλλα τμήματα της χώρας ποικίλα ζητήματα και δεν αναπτύσσεται εγχώρια κουλτούρα αξιολόγησης.
Μία ακόμη αδυναμία των αξιολογήσεων τις οποίες ξεκίνησε η ΑΔΙΠ είναι ότι περιλαμβάνουν προγράμματα σπουδών, διδασκαλία, έρευνα, υποδομές και υπηρεσίες. Ολα αυτά είναι αδύνατο να εκτιμηθούν σε πέντε μέρες και να συνταχθεί μέσα στο ίδιο διάστημα και η έκθεση. Η έρευνα θα μπορούσε να κριθεί ξεχωριστά, πιο συστηματικά, με συγκεκριμένα κριτήρια και εξ αποστάσεως, όπως γίνεται σε άλλες χώρες. Πιο στοχευμένες αξιολογήσεις θα ήταν αποτελεσματικότερες από μία που προσπαθεί να καλύψει τα πάντα. Πέρα από τις ποικίλες αδυναμίες ή αγκυλώσεις του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος, αρκετοί αξιολογητές είχαν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν ότι το πρωταρχικό πρόβλημα είναι ο μεγάλος αριθμός φοιτητών και ιδιαίτερα όσων καθυστερούν τις σπουδές τους. Δεν είναι δυνατόν ένα τμήμα να εμφανίζεται με τον διπλάσιο αριθμό φοιτητών από αυτόν που κανονικά θα έπρεπε να έχει και οι λιμνάζοντες φοιτητές να μην υποχρεώνονται να πληρώνουν για τις πρόσθετες εξετάσεις τους ή τη συνέχιση των σπουδών τους. Οπως έχω υποστηρίξει και άλλοτε, η Ελλάδα δεν αντέχει να εισάγει σε ΑΕΙ και ΤΕΙ περίπου το 70% των αποφοίτων της μέσης εκπαίδευσης, όταν η Βρετανία περιορίζεται γύρω στο 40%. Θα πρέπει, επομένως, κάποτε να επιλέξει μεταξύ μαζικής και ποιοτικής εκπαίδευσης. Αν δεν αντιμετωπιστεί το καίριο αυτό πρόβλημα, καμιά αξιολόγηση, ακόμα και η πιο άψογα οργανωμένη, όχι μόνο δεν θα αποδώσει αλλά δεν θα έχει και νόημα.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου