ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 3 Ιουνίου 2011
Η αγανάκτηση δεν συνιστά πολιτική γραµµή. Η αγανάκτηση είναι συναίσθηµα, ευγενές ή αγενές, δικαιολογηµένο ή όχι, δεν έχει σηµασία. Δηλώνει αδιέξοδα, αµηχανίες, ασφυξία και όταν βρει τον δρόµο για να γίνει συλλογική έκφραση, τότε δηλώνει κοινωνική απελπισία.
Δουλειά των πολιτικών είναι να εντοπίσουν τα υλικά της κοινωνικής απελπισίας για να µεταµορφώσουν την αγανάκτηση σε πολιτική. Γιατί αγανακτούν οι «Αγανακτισµένοι»; Είναι εναντίον του Μνηµονίου, θα µου πείτε. Εναντίον όµως ποιου Μνηµονίου; Εναντίον αυτού που υπογράφτηκε και δεν εφαρµόστηκε ποτέ, εναντίον του νέου που θα υπο γραφεί και είναι αµφίβολο αν θα εφαρµοστεί; Ή µήπως είναι εναντίον µιας πολιτικής τάξης που, από τη µια, υπογράφει το Μνηµόνιο χωρίς να µπορεί να το εφαρµόσει και, από την άλλη, είναι εναντίον του Μνηµονίου χωρίς να µπορεί να προτείνει µια βιώσιµη εναλλακτική;
Είναι δηµόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι που έχασαν κοµµάτι του εισοδήµατός τους και φοβούνται µη χάσουν κι άλλο, ή µήπως είναι υπάλληλοι του ιδιωτικού τοµέα που έµειναν άνεργοι για να συντηρηθούν οι υπάλληλοι του Δηµοσίου έστω και µε κουτσουρεµένο εισόδηµα; Είναι αγανακτισµένοι γιατί έχασαν αυτά που είχαν και θέλουν να γυρίσουν τον χρόνο µια δεκαετία πίσω, ή µήπως γιατί κανείς δεν βρίσκεται για να τους δώσει µια πειστική προοπτική για ένα µέλλον που, είτε είσαι στην Πλατεία Συντάγµατος είτε όχι, µοιάζει δυσοίωνο και σκοτεινό; Είναι όλα αυτά µαζί.
Οι µούντζες, οι βρισιές, οι προπηλακισµοί, ειδικά όταν προστατεύονται από την ανωνυµία της συλλογικής έκφρασης, είναι αρχαϊκές αντιδράσεις. Θυµίζουν τις κραυγές όσων κάποτε λιτάνευαν είδωλα και εικόνες ζητώντας από τους θεούς τους µερικές σταγόνες βροχής. Η βία, λόγω ή έργω, µπορεί να εξορκίζει το κακό, σίγουρα όµως δεν το αντιµετωπίζει. Με τον ίδιο τρόπο που δεν αντιµετωπίζουν τους «Αγανακτισµένους» οι δηλώσεις καλής θελήσεως και κατανόησης των πολιτικών, αυτές που «παίρνουν το µήνυµα» αλλά δεν ξέρουν τι να το κάνουν.
Τον Μάιο του 2010 παραδεχθήκαµε πως αυτό που µας συνέβαινε ήταν µια πρωτοφανής οικονοµική κρίση. Εναν χρόνο µετά η οικονοµική κρίση πλαισιώθηκε και από µια πρώτης τάξεως πολιτική κρίση, µια κατά συρροή αδυναµία χειρισµών, ένα διογκωµένο έλλειµµα θάρρους, αποφασιστικότητας και κοινής, κοινότατης λογικής που πνίγεται στην κοινοτοπία του ξύλινου λόγου.
Κοινώς, στη συσσώρευση των ελλειµµάτων θα πρέπει να προσθέσουµε και το έλλειµµα της πολιτικής προοπτικής. Ισως είναι και το σοβαρότερο. Γιατί στο κενό που δηµιουργεί σιτίζεται η πανίδα των πάσης φύσεως καιροσκόπων, των αυτοσχέδιων σωτήρων, των ραψωδών µιας δυστυχίας που ψάχνει στα τυφλά τη θεραπεία της.
Οι γεµάτες πλατείες απειλούν να προκαλέσουν έµφραγµα στο ήδη τετραπληγικό σώµα της χώρας. Αν, εννοείται, η πολιτική τάξη δεν βρει τον τρόπο για να βγει από το καθεστώς της παρατεταµένης νεκροφάνειας, στο οποίο έχει περιπέσει.
Δουλειά των πολιτικών είναι να εντοπίσουν τα υλικά της κοινωνικής απελπισίας για να µεταµορφώσουν την αγανάκτηση σε πολιτική. Γιατί αγανακτούν οι «Αγανακτισµένοι»; Είναι εναντίον του Μνηµονίου, θα µου πείτε. Εναντίον όµως ποιου Μνηµονίου; Εναντίον αυτού που υπογράφτηκε και δεν εφαρµόστηκε ποτέ, εναντίον του νέου που θα υπο γραφεί και είναι αµφίβολο αν θα εφαρµοστεί; Ή µήπως είναι εναντίον µιας πολιτικής τάξης που, από τη µια, υπογράφει το Μνηµόνιο χωρίς να µπορεί να το εφαρµόσει και, από την άλλη, είναι εναντίον του Μνηµονίου χωρίς να µπορεί να προτείνει µια βιώσιµη εναλλακτική;
Είναι δηµόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι που έχασαν κοµµάτι του εισοδήµατός τους και φοβούνται µη χάσουν κι άλλο, ή µήπως είναι υπάλληλοι του ιδιωτικού τοµέα που έµειναν άνεργοι για να συντηρηθούν οι υπάλληλοι του Δηµοσίου έστω και µε κουτσουρεµένο εισόδηµα; Είναι αγανακτισµένοι γιατί έχασαν αυτά που είχαν και θέλουν να γυρίσουν τον χρόνο µια δεκαετία πίσω, ή µήπως γιατί κανείς δεν βρίσκεται για να τους δώσει µια πειστική προοπτική για ένα µέλλον που, είτε είσαι στην Πλατεία Συντάγµατος είτε όχι, µοιάζει δυσοίωνο και σκοτεινό; Είναι όλα αυτά µαζί.
Οι µούντζες, οι βρισιές, οι προπηλακισµοί, ειδικά όταν προστατεύονται από την ανωνυµία της συλλογικής έκφρασης, είναι αρχαϊκές αντιδράσεις. Θυµίζουν τις κραυγές όσων κάποτε λιτάνευαν είδωλα και εικόνες ζητώντας από τους θεούς τους µερικές σταγόνες βροχής. Η βία, λόγω ή έργω, µπορεί να εξορκίζει το κακό, σίγουρα όµως δεν το αντιµετωπίζει. Με τον ίδιο τρόπο που δεν αντιµετωπίζουν τους «Αγανακτισµένους» οι δηλώσεις καλής θελήσεως και κατανόησης των πολιτικών, αυτές που «παίρνουν το µήνυµα» αλλά δεν ξέρουν τι να το κάνουν.
Τον Μάιο του 2010 παραδεχθήκαµε πως αυτό που µας συνέβαινε ήταν µια πρωτοφανής οικονοµική κρίση. Εναν χρόνο µετά η οικονοµική κρίση πλαισιώθηκε και από µια πρώτης τάξεως πολιτική κρίση, µια κατά συρροή αδυναµία χειρισµών, ένα διογκωµένο έλλειµµα θάρρους, αποφασιστικότητας και κοινής, κοινότατης λογικής που πνίγεται στην κοινοτοπία του ξύλινου λόγου.
Κοινώς, στη συσσώρευση των ελλειµµάτων θα πρέπει να προσθέσουµε και το έλλειµµα της πολιτικής προοπτικής. Ισως είναι και το σοβαρότερο. Γιατί στο κενό που δηµιουργεί σιτίζεται η πανίδα των πάσης φύσεως καιροσκόπων, των αυτοσχέδιων σωτήρων, των ραψωδών µιας δυστυχίας που ψάχνει στα τυφλά τη θεραπεία της.
Οι γεµάτες πλατείες απειλούν να προκαλέσουν έµφραγµα στο ήδη τετραπληγικό σώµα της χώρας. Αν, εννοείται, η πολιτική τάξη δεν βρει τον τρόπο για να βγει από το καθεστώς της παρατεταµένης νεκροφάνειας, στο οποίο έχει περιπέσει.
Η βία, λόγω ή έργω, µπορεί να εξορκίζει το κακό, σίγουρα όµως δεν το αντιµετωπίζει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου