της Σοφίας Μανδηλαρά
Η συντακτική ομάδα του βρετανικού λεξικού της Οξφόρδης επέλεξε ως λέξη της χρονιάς για το 2016 τον όρο «post-truth» που στα ελληνικά αποδίδεται ως «μετα-αλήθεια». Η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συνθήκη στην οποία «τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μικρότερη επιρροή στον σχηματισμό της κοινής γνώμης από ότι η επίκληση στο συναίσθημα ή στις προσωπικές πεποιθήσεις». Σύμφωνα
με τον Guardian η χρήση του όρου αυξήθηκε το 2016 κατά 2.000% συγκριτικά προς το 2015 και σχετίστηκε κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, με το δημοψήφισμα για την παραμονή της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος του λεξικού της Οξφόρδης, Casper Grathwohl έκανε μάλιστα την εκτίμηση ότι δε θα ήταν έκπληξη αν η «μετα-αλήθεια» αναδειχθεί σε «καθοριστική λέξη της εποχής μας».
Στην Ελλάδα είχαμε ενδείξεις για το μέλλον μετά την αντικειμενική αφήγηση των γεγονότων από το 2008. Η αλλοίωση του βίντεο της εν ψυχρώ δολοφονίας του έφηβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, όταν τηλεοπτικός σταθμός προσέθεσε ήχους που υπονοούσαν συμπλοκή για να κουμπώσει την εικόνα στην πεποίθηση του συντηρητικού του κοινού, δίνει τον τόνο: η μετα-αλήθεια δεν αφορά παρακμιακές, συνωμοσιολογικές ιστοσελίδες αλλά συνολικά τον δημόσιο διάλογο και υπηρετεί κάποια συγκεκριμένη ατζέντα. Ανεξαρτήτως της ερμηνείας των γεγονότων που ακολούθησαν εκείνο τον Δεκέμβρη, δεν είναι τυχαίο ότι η τόσο απροκάλυπτη προσπάθεια παραπλάνησης του κοινού εκδηλώθηκε σε μια από τις πιο κομβικές, πρόσφατες στιγμές για την ελληνική κοινωνία.
Η προπαγάνδα, ακόμα και οι ψευδείς ειδήσεις, δεν είναι καινούργιες πρακτικές. Όμως πλέον αναφερόμαστε σε μια νέα κουλτούρα στην οποία η μετα-αλήθεια συνιστά αποδεκτή πολιτική στάση και ενεργητική συμπεριφορά εκ μέρους των πολιτικών, των δημοσιογράφων αλλά και των πολιτών. Στην «post-truth» ή, κατά τη γνώμη μου ακριβέστερα, «post-factual» εποχή (που σημαίνει «μετά τα δεδομένα/γεγονότα» ή παρά τα δεδομένα/γεγονότα), η αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση ή διάψευση μιας πληροφορίας, με στοιχεία, δεν έχει πια σημασία για το κοινό, που συνεχίζει να επικροτεί αυτό που είναι αρεστό και όχι αυτό που είναι ακριβές. Αν η πραγματικότητα συγκρούεται με την διαμορφωμένη πεποίθηση και το συναίσθημα, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Πρόσφατα, ο Independent δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Πώς η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ έδωσε ώθηση στους νεοναζί της Ελλάδας». Το άρθρο επί της ουσίας παρουσιάζει τις απόψεις ενός μόνο βουλευτή της Χρυσής Αυγής, άρα κατά πάσα πιθανότητα τη γραμμή του κόμματος του, συνοδευμένες από πληροφορίες που με κανένα τρόπο δεν αποδεικνύουν τον τίτλο ή τη θέση του. Ωστόσο, λίγες μέρες πριν είχε δημοσιευτεί ανάλυση με τίτλο «Η πολιτική και οργανωτική κατάσταση της Χρυσής Αυγής σήμερα» από το JailGoldenDawn, που παρακολουθεί τη δράση της Χρυσής Αυγής με επαγγελματική συνέπεια, και που με αριθμούς αποδεικνύει τη συρρίκνωση των δυνάμεων του νεοναζιστικού μορφώματος. Τα στοιχεία δεν εμπόδισαν τη δημοσιογράφο να γράψει το άρθρο, το μέσο να το δημοσιεύσει, η υπενθύμιση της διάψευσης του δεν εμπόδισε το κοινό να το αναπαράγει εκτεταμένα με οπαδικά σχόλια και τα ελληνικά μέσα να κάνουν θέμα μια ανύπαρκτη είδηση, χαρίζοντας πολύτιμη δημοσιότητα στο μίσος και διασπείροντας φόβο.
Μεταξύ των αιτιών του φαινομένου, για το οποίο η συζήτηση έχει μόλις ανοίξει διεθνώς, χαρτογραφούνται η ανάγκη για 24ωρη ροή ειδήσεων που οδηγεί τους δημοσιογράφους σε πλημμελή διασταύρωση και ο εθισμός του κοινού σε άρθρα clickbait -άρθρα που γράφονται μόνο για να προκαλέσουν τον αναγνώστη να πατήσει περισσότερα κλικ στο διαδίκτυο, για διαφημιστικούς λόγους. Επιπλέον, τα μέσα ενημέρωσης καταφεύγουν συχνά σε εργαλεία μάρκετινγκ ώστε να προσεγγίσουν ειδικά εμπορικά κοινά, να πουλήσουν δηλαδή περισσότερο, και δεν ασκούν δημοσιογραφία ως χρονοβόρο, δημοκρατικό μοχλό ελέγχου της εξουσίας. Αυτές οι παράμεροι ευνοούν ακραίες απόψεις και ψεύτικους τίτλους. Στο ήδη προβληματικό περιεχόμενο, προστίθεται η ταχύτητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που διογκώνει τη διασπορά ψευδών ειδήσεων από τους ίδιους τους χρήστες.
Ακόμα όμως κι αν οι πολίτες λειτουργούν ως καταλύτες της μετα-αλήθειας, αφού εγκλωβίζονται σε ερμηνείες της πραγματικότητας που τους παρουσιάζονται, πολύ συχνά, πηγή της πληροφορίας είναι οι συνήθεις ύποπτοι, οι πολιτικοί.
Πόσα δισεκατομμύρια δημοσίους υπαλλήλους έχει το δημόσιο (Ελλάδα), οι μετανάστες ευθύνονται για την απώλεια εισοδήματος και θέσεων εργασίας (Brexit), η κλιματική αλλαγή είναι ψεύτικη (ΗΠΑ) και τα εμβόλια προκαλούν την αύξηση των κρουσμάτων αυτισμού (διεθνώς). Ζητήματα που παρά την επίσημη, αξιόπιστη και οριστική απάντησή τους διακινούνται στο δημόσιο λόγο από πολιτικούς (και «τεχνοκράτες») που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Τα δύο τελευταία θέματα μάλιστα έχουν διατυπωθεί προεκλογικά με αυτό τον τρόπο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ που σύμφωνα με έρευνα της Washington Post και του ABC θεωρήθηκε από το κοινό 8 μονάδες περισσότερο ειλικρινής από την Χίλαρυ Κλίντον.
Είναι η μετα-αλήθεια ένας ευφημισμός για το χάος; Όχι, είναι ένα εργαλείο για το χάος και απαιτεί κριτικά και δημοκρατικά αντανακλαστικά απέναντι στην πληροφορία, ειδικά αν αυτή ταιριάζει με την προσωπική μας πεποίθηση. Μια επιβεβαίωση ή μια διάψευση, από όπου κι αν προέρχεται, αξίζει τόσο, όσο τα δεδομένα που την συμπληρώνουν. Και ακουμπάει στον πολίτη, πιο πιεστικά από ποτέ, η ευθύνη της διασταύρωσης του συνθήματος, αφού πλέον λειτουργεί και ο ίδιος ως πομπός διάδοσης: «έχω έναν φίλο που ο ξάδερφος του δουλεύει στο νομισματοκοπείο και μου είπε ότι το βράδυ τυπώνουν δραχμές» ή, ακόμα πιο πρόσφατα και θλιβερά, «η Κούνεβα τα κονόμησε από την επίθεση με το οξύ». Η αλήθεια και το ψέμα βρίσκονται στην ίδια αφθονία στις πηγές πληροφόρησης, το στοίχημα στην εποχή της μετα-αλήθειας είναι η επαναδραστηριοποίηση του πολίτη. Η απάντηση στην μετα-αλήθεια μπορεί να είναι μόνο περισσότερη πραγματικότητα.
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου