Konstantin Korovin, Pier in Gurzuf, 1914
Του Νίκου Τσούλια
Αν μέσα στην πολύπλευρη κρίση της χώρας μας,
δεν αναστοχαστούμε σε πολλά καίρια ζητήματα της κοινωνικής και της
προσωπικής συμπεριφοράς μας, αν δεν κάνουμε αυτοκριτική για την ποιότητα
και το περιεχόμενο της κουλτούρας μας και για το αξιακό μας στερέωμα,
θα έχουμε χάσει μια ιστορική δυνατότητα να μετασχηματίσουμε συλλογικές
μας αδυναμίες και στρεβλώσεις και να αναθεωρήσουμε ανορθολογισμούς και
λαϊκισμούς.
Η Ελλάδα ποτέ δεν
ήταν χώρα της αφθονίας. Η γη
της, μοναδικά όμορφη και ξεχωριστά ποικιλόμορφη, δεν διακρινόταν ποτέ
για τη μεγάλη παραγωγική της βάση. Οι κάτοικοί της δεν χαρακτηρίζονταν
από καταναλωτισμό. Αυτός είναι ένα σύμπτωμα της μεταπολιτευτικής
ιστορικής περιόδου. Και μάλιστα ο καταναλωτισμός αποτέλεσε την αιχμή της
έννοιας της προόδου και επιπλέον μεταρσιώθηκε σε πρώτιστη αξία.
Ισχυρίζομαι ότι ο καταναλωτισμός αποτέλεσε ένα οιονεί εθνικό παραλήρημα,
που αποτέλεσε αναπόφευκτα και το πεδίο επί του οποίου θάφτηκαν οι
παρακμιακές ούτως ή άλλως φιλοδοξίες μας. Πέσαμε θύματα της λατρείας του
χρήματος και της αναγωγής των υλικών αγαθών ως πρώτιστων στοιχείων της
ζωής. Η αφετηρία αυτού του συλλογικού μύθου για όλο και μεγαλύτερη
συσσώρευση υλικών αγαθών είχε μια ισχυρή νομιμοποίηση. Όταν ένας λαός
εξέρχεται από το μεγάλο πόλεμο με τις φοβερές απώλειες σε ανθρώπινες
ζωές και με τις τρομακτικές ελλείψεις σε υλικά αγαθά και από μια περίοδο
παρατεταμένης φτώχειας, η έννοια της προόδου και η στοχοθεσία της ζωής
είχαν συγκεκριμένη «ετικέτα», απόκτηση ξανά και ξανά υλικών αγαθών.
Ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικό να μάχεσαι στη ζωή για να βελτιώνεις
τις υλικές προϋποθέσεις της και ακριβώς το αντίθετό του να πέφτεις θύμα
τους και να μην έχεις άλλο σκοπό.
Και αυτή η συλλογική εμμονή δεν συνάντησε
κάποια όρια. Δεν αναζητήθηκαν άλλα στοιχεία της έννοιας της προόδου
πέραν της χροιάς της υλικής ευημερίας. Δεν στοχαστήκαμε καθόλου επί
απλών ερωτημάτων. Μπορούμε να κατακτάμε όλο και περισσότερα υλικά αγαθά;
Αυτή θα είναι η πορεία της κοινωνικής και της προσωπικής μας διαδρομής;
Είναι όλο αυτό το καταναλωτικό σκηνικό σκοπός και νόημα της ζωής μας;
Γιατί δεν μπορούμε να χαρούμε τίποτα από τα υλικά αγαθά που έχουμε;
Γιατί φθονούμε το «περισσότερο» του άλλου;
Το ξέφρενο κυνήγι της απόλυτης «υλικοποίησης»
της ζωής μας δεν μας άφησε καν τη δυνατότητα να σκεφτούμε μήπως τα
πράγματα είναι διαφορετικά, μήπως έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Η ζωή μας
ήταν μια διαδρομή καταναλωτικής βουλιμίας, αλλά ποτέ δεν κατανοήσαμε ότι
καταναλώνοντας υλικά αγαθά καταναλώναμε και την ίδια τη ζωή μας. Οι
επιπτώσεις δεν προήλθαν απλά και μόνο από η στόμωση αυτού του κυνηγητού
και του αναπόφευκτου αδιέξοδου.
Υπονομεύσαμε καθοριστικά την πνευματική μας
καλλιέργεια. Δεν την πιστέψαμε. Δεν τη θεωρήσαμε αναγκαία. Ποτέ δεν τη
νιώσαμε σα βασικό στοιχείο κοινωνικής ανέλιξης και προσωπικής τελείωσης.
Ακόμα και την έννοια της εκπαίδευσης την υποτάξαμε σε μια απόλυτα
χρησιμοθηρική σύλληψή της, για την κατάκτηση του επαγγέλματος εκείνου
που θα διασφάλιζε τα περισσότερα δυνατά χρήματα και την ισχυρότερη υλική
δύναμη! Για παράδειγμα, το επάγγελμα του γιατρού λατρεύτηκε κυρίως για
το «χρυσοφόρο φακελάκι του» και για την υπόσχεση άνετης συσσώρευσης
πλούτου και όχι για την κοινωνική του αποστολή και για τη στήριξη στον
άνθρωπο που έχει την πρώτιστη των αναγκών, την ανάγκη της υγείας.
Θα πει κάποιος ότι μια άλλη θεώρηση θα ήταν
ρομαντισμός ή και φοβερή αφέλεια. Το αντίθετο, πιστεύω ότι κάνοντας το
χρήμα ως μοναδικό κριτήριο κατάταξης και αξιολόγησης των ανθρώπων δεν
μπορέσαμε να δούμε ότι στην ιστορία όλων των κοινωνιών και όλων των
πολιτισμών μια τέτοια «υποκουλτούρα» ήταν πάντα ασφαλές δείγμα παρακμής.
Αφέλεια είναι να πιστεύεις ότι η πρόοδος είναι μόνο πρόσκτηση υλικών
αγαθών, αφέλεια επίσης είναι να πιστεύεις ότι αυτό θα συνεχίζεται εσαεί!
Η αμφισβήτηση του καταναλωτισμού προήλθε κυρίως
από τα οικολογικά ρεύματα, που πρώτα αυτά ανέλυσαν επιστημονικά και
πολιτικά το πεπερασμένο των φυσικών πόρων της Γης και αμφισβήτησαν την
αντίληψη του Δυτικού κυρίως πολιτισμού ότι πρόοδος είναι μόνο η
συσσώρευση πλούτου. Θεωρώ ωστόσο ότι δεν υπάρχει μόνο αυτή η
περιοριστική συνθήκη. Ισχυρίζομαι ότι συμφέρει τον άνθρωπο να μην
υποταχτεί στο κίβδηλο αξιακό σύστημα της υλικής βουλιμίας , αλλά να
καλλιεργήσει την πνευματικότητά του, τις κοινωνικές και τις ανθρώπινες
σχέσεις του και τον πολιτισμικό του πλούτο ως αυταξίες και ως βασικές
επιλογές της νοημάτωσης της ζωής του.
Η ολιγάρκεια είναι μια όμορφη αρετή. Είναι μια
κατάκτηση ζωής το να ισχυρίζεσαι ότι «αυτό μου αρκεί», ότι «μου αρκεί το
λίγο», γιατί το «πολύ» δεν υπάρχει, είναι πάντα στη σκιά του
«περισσότερου». Η ολιγάρκεια είναι αντίληψη και στάση ζωής. Είναι μια
άσκηση ζωής. Δίνει την προνομοιακή δυνατότητα στον άνθρωπο να στοχαστεί
επί των πνευματικών αναζητήσεών του. Του δίνει το βήμα για να μην
υποταχθεί στην αναγκαία μεν υλική προϋπόθεση της ζωής αλλά να μην τη
θεωρήσει ως κύρια ή και μοναδική αποστολή του!
Η «κουλτούρα της ολιγάρκειας» είναι μια πραγματικά προοδευτική θεώρηση των πραγμάτων και έπρεπε να είναι και σημαίνουσα κοινωνική και πολιτική νοοτροπία. Αλλά ποιο πολιτικό κόμμα μπορεί να εντάξει το στοχασμό και τη μακρόπνοη σκέψη στον επιφανειακό κομματικό του λόγο;
Fedor Alekseev (1753–1824), The Foundling Hospital in Moscow,
ΠΗΓΗ: https://anthologio.wordpress.com/2017/11/02/%ce%ae-%ce%ac-t/#more-15234
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου