Της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Τι παράξενο;
Δεν βρήκα ποτέ έναν άντρα πρόθυμο να με συνοδεύσει. Στον Τζίμη Πανούση
πήγαινα μόνον με τις φίλες μου. Και μήπως δεν ήμασταν εμείς φεμινίστριες
κι εκείνος σεξιστής; Ο εφευρέτης του σεξισμού , θα έλεγα, αν δεν είχα
προσέξει το παιχνίδι που έκανε με την κοινοτυπία της γλώσσας. Αυτή ίσα –
ίσα η γλώσσα του ήταν που
με τράβαγε σαν μαγνήτης, που δεν ήθελα και δεν μπορούσα να αντισταθώ στην έλξη της. Σα να συγκατοικούσαν μέσα του όλα τα φύλα κι όλοι οι δαίμονες που μας έκαναν ανθρώπους. Ήταν βεβαίως και η φωνάρα του που έβγαζε off όλους τους ενισχυτές κι όλα τα ντεσιμπέλ του κόσμου αλλά τι τα θες… Θ’ αφήσω την rebel πλευρά του σ’ αυτούς που την έχουν (ακόμα) ανάγκη και θα επιμείνω στη γλώσσα και στην παιδεία του που όπως και η δική μας δεν μπορεί παρά να ήταν ελληνοχριστιανική. Στις ηλικίες μας, τι άλλο; Και τι μπορείς να κάνεις μ’ αυτή τη γλώσσα; Θαύμα – θαύμα έλεγα όταν το άκουγα να μιλάει σαν δαιμονισμένο παιδάκι επιτρέποντας σε τύπους της αρχαϊζουσας να λειτουργούν ως μπινελίκια και να βρίσκουν τις αρμονικές της γλώσσας του πεζοδρομίου. Ήμουνα δε τόσο υπό την επήρεια, που διόλου απίθανο και να έχασα το «μήνυμα» των στίχων και της παρλάτας του. Είχε; Προσωπικά δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Και δεν θα πω ποτέ δημόσια, παρά μόνον σ’εκείνους που με ξέρουν καλά, ότι αυτό που κυρίως με ξετρέλαινε στον Πανούση ήταν ο υπόκωφος συντηρητισμός του αλλά με κολλάν, κοτσίδα και αθλητικά στα Εξάρχεια. Μπορεί κανείς; Αυτός μπόρεσε.
Γιατί στη χώρα μας, βγαίναμε τότε από έναν μουσικό αιώνα γεμάτο μύθους, αγίους και μικρούς θεούς και κάποιος έπρεπε επιτέλους να επιτρέψει στη γλώσσα να σολάρει, να επιστρέψει στην αρχική της λειτουργία, που βάζω στοίχημα ότι δεν ήταν η «επικοινωνία» αλλά κάτι άλλο που δεν το’χω βρει ακόμα. Μερικοί το βρίσκουν, γι’ αυτό τους λένε χαρισματικούς. Εγώ πάλι, λέω ότι ζούνε τη ζωή τους πολύ καλύτερα απ’ όσο μπορεί να βάλει ο νους μας. Σ’ αυτό το τελευταίο είμαι εντελώς κάθετη και κατηγορηματική.
με τράβαγε σαν μαγνήτης, που δεν ήθελα και δεν μπορούσα να αντισταθώ στην έλξη της. Σα να συγκατοικούσαν μέσα του όλα τα φύλα κι όλοι οι δαίμονες που μας έκαναν ανθρώπους. Ήταν βεβαίως και η φωνάρα του που έβγαζε off όλους τους ενισχυτές κι όλα τα ντεσιμπέλ του κόσμου αλλά τι τα θες… Θ’ αφήσω την rebel πλευρά του σ’ αυτούς που την έχουν (ακόμα) ανάγκη και θα επιμείνω στη γλώσσα και στην παιδεία του που όπως και η δική μας δεν μπορεί παρά να ήταν ελληνοχριστιανική. Στις ηλικίες μας, τι άλλο; Και τι μπορείς να κάνεις μ’ αυτή τη γλώσσα; Θαύμα – θαύμα έλεγα όταν το άκουγα να μιλάει σαν δαιμονισμένο παιδάκι επιτρέποντας σε τύπους της αρχαϊζουσας να λειτουργούν ως μπινελίκια και να βρίσκουν τις αρμονικές της γλώσσας του πεζοδρομίου. Ήμουνα δε τόσο υπό την επήρεια, που διόλου απίθανο και να έχασα το «μήνυμα» των στίχων και της παρλάτας του. Είχε; Προσωπικά δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Και δεν θα πω ποτέ δημόσια, παρά μόνον σ’εκείνους που με ξέρουν καλά, ότι αυτό που κυρίως με ξετρέλαινε στον Πανούση ήταν ο υπόκωφος συντηρητισμός του αλλά με κολλάν, κοτσίδα και αθλητικά στα Εξάρχεια. Μπορεί κανείς; Αυτός μπόρεσε.
Γιατί στη χώρα μας, βγαίναμε τότε από έναν μουσικό αιώνα γεμάτο μύθους, αγίους και μικρούς θεούς και κάποιος έπρεπε επιτέλους να επιτρέψει στη γλώσσα να σολάρει, να επιστρέψει στην αρχική της λειτουργία, που βάζω στοίχημα ότι δεν ήταν η «επικοινωνία» αλλά κάτι άλλο που δεν το’χω βρει ακόμα. Μερικοί το βρίσκουν, γι’ αυτό τους λένε χαρισματικούς. Εγώ πάλι, λέω ότι ζούνε τη ζωή τους πολύ καλύτερα απ’ όσο μπορεί να βάλει ο νους μας. Σ’ αυτό το τελευταίο είμαι εντελώς κάθετη και κατηγορηματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου