Του Νίκου Τσούλια*
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι κάθε γενιά εκφράζει παράπονα γιατί η διαδοχική της γενιά δεν είναι πρόθυμη να ακούσει τις διδαχές και τις εμπειρίες της και ακόμα γιατί μάλλον δεν λειτουργεί ορθολογικά. Πρόκειται για μια όψη της λεγόμενης «σύγκρουσης γενεών», που άλλοτε είναι οξυμένη στην εποχή της εφηβείας για τη διάδοχη γενιά και άλλοτε είναι ήπια και παίρνει τη μορφή απλής γόνιμης αντιπαράθεσης.
Από μια πλευρά αυτή η αντιπαράθεση είναι φυσιολογική, αφού κάθε γενιά θέλει να χαράξει μια δική της αυτόνομη πορεία από την πορεία της προηγούμενης και επομένως η όποια σύγκρουση εκφράζει σημάδια χειραφέτησης. Αλλάζουν οι καιροί και οι εποχές και κάθε γενιά θέλει τα δικά της ανεξάρτητα βιώματα και δεν μπορεί να υιοθετεί μια αντίληψη και μια στάση ζωής που αντιστοιχούν σε άλλες φάσεις της ιστορίας. Από την άλλη πλευρά,
δεν μπορεί κάθε γενιά να μην λαμβάνει καθόλου υπόψη της την προηγούμενη εμπειρία, αλλά οφείλει να διδάσκεται και να έχει κριτική θεώρηση των πραγμάτων της προηγούμενης και όχι μόνο γενιάς.Όλα καλά αυτά όσο είναι σε γενική περιγραφή. Τι γίνεται όμως όταν μιλάμε επί συγκεκριμένου πεδίου; Ας δούμε μια τέτοια περίπτωση. Ας συγκρίνουμε τη γενιά που είναι τώρα στο κέντρο βάρους της παραγωγικής διαδικασίας (ενδεικτικά στις ηλικίες 40 – 60 χρόνων και ας την ονομάσουμε ‘ώριμη γενιά’) και τη διαδοχική της γενιά (ηλικίες περίπου 15 – 25 χρόνων). Η ώριμη γενιά βρίσκεται στη «γέφυρα» ανάμεσα στην προηγούμενη γενιά της φτώχειας και στη σημερινή γενιά της κατανάλωσης. Έχοντας βιώσει και αυτή κάποιες όψεις φτώχειας και ανέχειας έκανε ως βασικό της στόχο τα δικά της παιδιά να μην στερηθούν τίποτα, να τα έχουν όλα.
Και εδώ έγινε το λάθος, γιατί η ώριμη γενιά διαπαιδαγώγησε (αντιδιαπαιδαγώγησε) τη διαδοχική της γενιά στην απραξία, διαμόρφωσε μια γενιά που έμαθε να μην κάνει τίποτα και να μην αναλαμβάνει εκείνες τις ευθύνες που απορρέουν τόσο από τις ανάγκες της ζωής όσο και από τις δικές της επιλογές και προτεραιότητες. Πρόκειται για μια γενιά παρατεταμένης εφηβείας! Σημαντικός παράγοντας γι’ αυτή την μετεξέλιξη στις σχέσεις των γενεών υπήρξε και το στοιχείο της παραμονής της νέας γενιάς για μεγάλη διάρκεια στους κόλπους της οικογένειας.
Και έτσι, ενώ η ώριμη γενιά έφευγε κατά κανόνα από το σπίτι στη φάση της ενηλικίωσης (ή για σπουδές ή για ανεύρεση εργασίας στις μεγάλες πόλεις), η διαδοχική της γενιά «άραξε» εν πολλοίς στη σφαίρα της φροντίδας των γονέων της. Αυτή η μετεξέλιξη δεν οφείλεται στη σημερινή κρίση˙ κάθε άλλο μάλιστα γιατί είχε προηγηθεί για μεγάλο διάστημα, απλώς η κρίση εμφανίστηκε ως νομιμοποίηση αυτής της παρατεταμένης συμβίωσης!
Η αναγκαστική πλέον για οικονομικούς λόγους συγκατοίκηση των δύο γενεών, πέραν του παλιότερου σχήματος της μικρής περιόδου συγκατοίκησης, επέφερε και μετασχηματισμούς στις σχέσεις γονέων και παιδιών. Όταν ένας νέος ή μια νέα είναι τριάντα και πλέον χρονών και ζει μαζί με τους γονείς του / της, αναγκαστικά προκύπτουν τριβές. Αλλά και η χειραφέτηση της νέας γενιάς από την προηγούμενη δεν μπορεί να γίνει θεωρητικά και στα λόγια αλλά πρέπει να στηρίζεται στην οικονομική αυτονομία και στον αυτοπροσδιορισμένο τρόπο ζωής.
Τώρα βέβαια με τη μεγάλης έκτασης κρίση στη χώρα μας το παιχνίδι της «απεξάρτησης» της νέας γενιάς από την προηγούμενη φαίνεται να χάνεται. Τώρα οι εμπειρίες της ώριμης γενιάς εμφανίζονται να είναι σχεδόν άχρηστες, αφού το όλο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των δύο συζητούμενων γενεών δεν έχει καμιά σχέση με το αντίστοιχο που βίωσε η ώριμη γενιά με την προηγούμενή της.
Το όλο ζήτημα είναι μια πρόκληση, γιατί ούτως ή άλλως η ροή της ιστορίας δεν υποκύπτει σε καμιά έννοια απλής επαναληψιμότητας, και ευτυχώς που είναι έτσι τα πράγματα γιατί αλλιώς η ίδια η ζωή θα ήταν ανούσια και το παιχνίδι διαμόρφωσης του μέλλοντος δεν θα είχε ανοιχτούς ορίζοντες και μεγάλες προκλήσεις ούτε προκλητικά στοιχήματα και «ερεθιστικά» τολμήματα.
Εκείνο που – κατά τη γνώμη μου – έχει την πρώτιστη προτεραιότητα δεν είναι τόσο το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης των γενεών όσο το αξιακό πεδίο και το διαπαιδαγωγικό περιβάλλον της σημερινής κοινωνίας μας. Και εδώ η ώριμη γενιά έχει τις δικές της ευθύνες, γιατί ο πολιτισμός της καθημερινότητας δεν είναι πολιτισμός με προοπτική. Πώς μπορείς να προάγεις τον κόσμο της ευθύνης και της δημιουργίας στη νέα γενιά όταν ο αξιακός κώδικάς σου είναι διάτρητος, όταν κρατούσες αντιλήψεις είναι ο καταναλωτισμός και η αντιπνευματικότητα, η ιδιώτευση και η αντικοινωνικότητα;
*Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου