Ενόχλησε (ελαφρώς, παραδέχομαι) το σημείωμα του Σαββάτου με τίτλο «Ποια Παιδεία». Θεωρήθηκε οιονεί εχθρικό προς τους εκπαιδευτικούς, απαξιωτικό, αφ’ υψηλού και λοιπά. Βεβαίως δεν ήταν, τουλάχιστον όχι στις προθέσεις μου.
Στηλιτεύτηκε κυρίως η απουσία του συναισθήματος, της συγκίνησης (του παιχνιδιού και της χαράς, όπως φάνηκε στο απόσπασμα του Φρόιντ)· ότι κύριος υπεύθυνος για τη διεκπεραιωτική-λειτουργική διαδικασία της διδασκαλίας είναι η Πολιτεία πρωτίστως (οι ειδήμονες) αλλά και όσοι εκπαιδευτικοί δεν ακούνε με προσοχή τους μαθητές και δεν τους μεταδίδουν αυτοπεποίθηση τέτοια που θα τους ωθήσει να αποκτήσουν ενδιαφέρον για τα μαθήματα και να εισαχθούν έτσι στην απαραίτητη πειθαρχία ώστε να τα κατανοήσουν και να τα αγαπήσουν.
Πειθαρχία όχι βίαιη αλλά οικεία βουλήσει (με την έννοια της ευχάριστης προσοχής για την απόκτηση γνώσεων).
Δεν επέμεινα στις δύσκολες πράγματι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται δάσκαλοι-νηπιαγωγοί-καθηγητές, ούτε στους γλίσχρους μισθούς που τους παρέχει η Πολιτεία· ούτε στους τραμπουκισμούς γονέων τινών, ούτε στις απειλές εναντίον τους.
Αναφέρθηκα αποκλειστικά στην έλλειψη παιδαγωγικής που χαρακτηρίζει τους φωστήρες των εκάστοτε «υπευθύνων» των υπουργείων, αλλά και στην εξεταστική εμμονή της διδασκαλίας, που απαιτεί επιδόσεις και όχι γνώση.
Ομολογώ ότι πολλοί έχουμε απαιτήσεις, περισσότερες ίσως απ’ ό,τι θα ‘πρεπε, από τους εκπαιδευτικούς, μια και θεωρούμε ότι έχουν καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των (εύπλαστων) παιδιών -και ας κουβαλάνε αυτά τα πενιχρά τους βιώματα της προσχολικής, οικογενειακής αγωγής.
Τα βιωματάκια τους είναι ηθικού τύπου, καθαρά γονεϊκά. Χρέος των εκπαιδευτικών είναι να ενδυναμώσει τους μαθητές με πολιτισμό και ιστορικότητα και επιστήμη, και όχι να παίρνουν θέση υπέρ του καλού ή του κακού· πρέπει να λένε και τα δύο και εναπόκειται στους μαθητές (εάν έχουν ενδυναμωθεί όπως είπαμε καταλλήλως) να επιλέξουν το ένα ή το άλλο.
Αυτό απαιτεί ελεύθερα και ανεξάρτητα πνεύματα, και έχουν χρέος οι εκπαιδευτικοί να δώσουν στα παιδιά, μέσα από την εύθυμη, χαρούμενη γνώση, τη δυνατότητα να αναπτύξουν και την ελευθερία και την ανεξαρτησία (και τη δικαιοσύνη).
Εχει δόση αλήθειας (δεν ισχύει για όλους βεβαίως) ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί παίρνουν τον μισθό τους παρέχοντας εκπαίδευση και όχι παιδεία, τι να κάνουμε. Το ότι είναι τραγικές οι συνθήκες μες στις οποίες εργάζονται (ορεινές, δύσβατες, ακριτικές περιοχές, αίθουσες με τριάντα παιδιά κ.ά.) δεν αμφισβητείται.
Αλλο αυτό και τελείως διαφορετικό να επικοινωνήσεις με τους μαθητές, να σκύψεις με προσοχή (και στοργή) και να ακούσεις την ταραγμένη καρδούλα τους, να απαλείψεις το σάστισμά τους, την αμηχανία τους, την απομόνωσή τους, την απογοήτευσή τους.
Ποιος, αλήθεια, θέλει μια παιδεία που οδηγεί στη μοναξιά, που δεν βάζει στόχο παρά τη μόρφωση για παραγωγή, για χρησιμότητα, για υλικές απολαβές; Ποιος επιθυμεί μια παιδεία που αποθαρρύνει, που εκδιώκει τον θαυμασμό και στη θέση του βάζει τη φρίκη;
Να ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη διάλεξη του Νίτσε («Μαθήματα για την παιδεία», εκδόσεις «Ροές»): «Στον άνθρωπο γενικά αναγνωρίζεται το δικαίωμα για τόση μόνο μόρφωση όση είναι απαραίτητη προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα υλικά συμφέροντά του».
Μας αρέσει ένα τέτοιο δικαίωμα; Εάν ναι, πάω πάσο, αν και το κρίσιμο εξακολουθεί να είναι η επαφή καθηγητών - μαθητών, διότι τότε αρχίζει η παιδεία.
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου