Francesco Chiacchio
Του Νίκου Τσούλια
Από τη στιγμή που τελείωσαν οι
επαγγελματικές μου υποχρεώσεις και κατέκτησα με συγκροτημένο και
δημιουργικό τρόπο για πρώτη φορά μια αίσθηση όμορφης ελευθερίας μου
βγήκαν στην επιφάνεια της καθημερινότητάς μου παλιά μονοπάτια που
έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις όποιες επιτυχίες είχα στη ζωή μου.
Και τα μονοπάτια αυτά ήταν εκείνα του
διαβάσματος και της μάθησης. Ιδιαίτερα σε εκείνους τους καιρούς της
δεκαετίας του 1960, στην οποία τα παιδιά – πολύ περισσότερο οι έφηβοι –
δεν ήταν παιδιά αλλά εν δυνάμει μεγάλοι και ως εκ τούτου συμμετείχαν
στις αγροτικές εργασίες σχεδόν ισοδύναμα με τους γονείς τους, το
διάβασμα ήταν μια υπόθεση πολύ δύσκολη. Κάποια βοήθεια από τους γονείς
ήταν μόλις οριακή, και οι μαθητές έπρεπε μόνοι τους να τα βγάζουν πέρα.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπήρχε
χρόνος για διάβασμα. Μετά το σχολείο, φαί και απευθείας για δουλειά˙ και
τα μαθήματα γίνονταν όταν νύχτωνε. Το δε χειμώνα, που το κρύο ρήμαζε
τις φτωχικές χαμοκέλες από παντού, μόλις έσβηνε το τζάκι έπρεπε να έχεις
τελειώσει και γραψίματα και διαβάσματα. Αλλά όταν στριμώχνεσαι για τα
καλά από την έλλειψη χρόνου, έπρεπε να επινοήσεις τεχνικές εξοικονόμησης
του διαβάσματος. Έτσι, λοιπόν στο δρόμο για τα χωράφια η μισή ώρα, για
παράδειγμα, διαδρομή ήταν χρυσή ευκαιρία – αρκεί να φρόντιζες τα
πράγματα που θα κουβαλούσες να έμπαιναν σε τράστο, για να έχεις τα χέρια
ελεύθερα.
Κάπως έτσι περπατούσαμε διαβάζοντας ιστορία,
θρησκευτικά, γεωγραφία και σχεδόν κάθε μάθημα εκτός από εκείνα που
χρειάζονταν στυλό και τετράδιο. Πέφταμε και καμιά φορά στις γράνες και
σε λακκούβες, αλλά είχαμε αποκτήσει δεξιότητες να προοικονομούμε την
εικόνα του δρόμου πριν ακόμα φτάσουμε στα σημεία του βαδίσματός μας –
κάτι σαν αυτό που κάνουμε ως οδηγοί. Και το πιο ωραίο είναι ότι τα
σημεία που σκοντάφταμε γίνονταν «σελιδοδείκτες» και «υποσημειώσεις» της
μάθησης και του χώρου, γιατί είχαν μια απόλυτη ιδιαιτερότητα που δεν την
είχαν τα άλλα σημεία του δρόμου.
Αλλά με τη συνήθεια είχαμε μάθει απέξω και
ανακατωτά τα δύσκολα σημεία της διαδρομής και σπάνια διακόπταμε το
διάβασμα – έτσι κι αλλιώς χρειαζόμαστε και στιγμές να λέμε απέξω και
δυνατά αυτό που είχαμε διαβάσει και τότε καταγράφαμε στη σκέψη μας τις
στροφές και τις αναποδιές του δρόμου που ακολουθούσαν. Αλλά μιλάω για
δρόμο και ξέχασα να πω ότι αναφέρομαι σε μονοπάτια, γιατί στον κανονικό
δρόμο τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα.
Ήμουνα κολλημένος με το διάβασμα. Από τότε είχα
συνειδητοποιήσει μια βεβαιότητα. Κάθε στιγμή που δεν διαβάζω, που δεν
μαθαίνω κάτι είναι σαν να μην την έχω ζήσει! Και αυτή η αντίληψη ήταν
και είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική προσωπική κοσμοθεώρησή μου. Χρόνια
και χρόνια αργότερα, όταν προσπαθούσα να ξαναβρώ εκείνα τα μονοπάτια που
είχαν χαθεί μέσα στα χορτάρια και στους θάμνους από την εγκατάλειψη του
χωριού και την κατ’ επέκταση αχρησία των μονοπατιών, έπαιρνα κάποιο
σχολικό βιβλίο για να γευθώ την ιερότητα των παλιών διαδρομών, για να
δείξω το σεβασμό μου σε εκείνες τις τόσο όμορφες επιλογές μου που μου
χάρισαν τόσα πολλά και σπουδαία στη ζωή μου.
Και με έβλεπε η κυρά – Γιωργία, που είχε το
μεγαλύτερο μπακάλικο του χωριού και πάντα έβρισκε τρόπους να μας χώνει
στην τσέπη κρυφά από τον άντρα της καραμέλες και φιστίκια, και έλεγε
δυνατά στην πλατεία «δεν σας το έλεγα από τότε εγώ ότι αυτό το παιδί θα
γίνει σπουδαίος, αφού το έβλεπα συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι και να
διαβάζει ακόμα και όταν περπατάει». Και έμεινε στη μνήμη μου η εικόνα
της κυρά – Γεωργίας ως εικόνα αγαπητή, γιατί πίστευα ότι οι ευχές της με
είχαν βοηθήσει να σπουδάσω και να αγαπήσω ακόμα περισσότερο τα
Γράμματα.
Το πιο φοβερό είναι όμως ότι αυτή η παλιά ιδέα
του διαβάσματος στο δρόμο ξαναφύτρωσε μόνη της όταν τελείωσα την
επαγγελματική / εκπαιδευτική μου εργασία και – όσο και αν φαίνεται
περίεργο – κάνοντας το διάβασμα και το γράψιμο πιο συστηματικό και πιο
αποτελεσματικό βίωνα το χρόνο πιο δημιουργικά, πιο οικονομικά και κυρίως
με μια αίσθηση μαγείας! Έτσι χωρίς να το πολυκαταλάβω άρχισα να διαβάζω
στο δρόμο – όχι στη γειτονιά μου αλλά στο κέντρο της Αθήνας όπου τα
πεζοδρόμια είναι ασφαλή ή σε πάρκα ή στο Πασαλιμάνι πηγαίνοντας προς τη
Ζέα με τη θάλασσα δίπλα μου όλο κάτι να λέει ή στον πεζόδρομο στο κέντρο
του Περιστερίου ή… Έτσι σε κάθε διάβασμα υπάρχει και ένα γεωγραφικό
αποτύπωμα, για να κάνει την ιδιαιτερότητά του ακόμα πιο ξεχωριστή!
Και δεν νιώθω μόνο τη γλύκα των παλιών
αναμνήσεων αλλά αντιλαμβάνομαι ότι αυτό το διάβασμα είναι διαφορετικό
από εκείνο που κάνω στο γραφείο μου ή στο σπίτι μου ή στο “καφέ”. Ίσως
γιατί με κάποιο τρόπο συναντάει τον πρωτόλειο ψυχισμό του σχολικού και
παιδικού διαβάσματος μέσα από το αδιόρατο αλλά και κραταιό νήμα αγάπης
και λατρείας προς το βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου