Του Παντελή Μπουκάλα |
Οσοι επισκέπτονται ξένο τόπο έχουν πάντοτε έναν ζεστό λόγο να πουν.
Το επιβάλλουν οι καλοί τρόποι. Αν δε είναι επίσημοι επισκέπτες,
προσφεύγουν στο ευγενικότερο τμήμα του λεξιλογίου τους· τους υποχρεώνει η
διπλωματική εθιμοτυπία και η επιθυμία εξυπηρέτησης των εθνικών τους
συμφερόντων. Γιατί –θα ’πρεπε να το ξέρουμε πια– και οι καλύτεροι
σύμμαχοι και εταίροι έχουν συμφέροντα και τα προωθούν. Και ουδόλως
επηρεάζονται από το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά, μονίμως στον
αστερισμό ενός εξωιστορικού ιδεαλισμού, παραμένει προσκολλημένη στη
ρητορική των «εθνικών δικαίων», με την αστήρικτη πεποίθηση ότι θα γίνουν
αμέσως κατανοητά και θα βρουν θερμότατους υπερασπιστές. Πότε έγινε κάτι
τέτοιο, ιδεωδώς ανιδιοτελές όσο το σχηματίζει η αγαθή ή ανιστόρητη
φαντασία μας, ώστε να πιθανολογείται η επανάληψή του; Για τον καλό λόγο του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας ήταν σίγουρη η Ελλάδα. Αλλωστε, ούτε καν η κ. Μέρκελ δεν είχε φεισθεί επαίνων για τις θυσίες του ελληνικού λαού. Δήλωσε λοιπόν ο κ. Ολάντ πως «η Ελλάδα βρίσκεται στα όριά της». Συνέπλευσε έτσι με τον δικό μας Πρόεδρο, που επανέλαβε ό,τι τού επιτρέπει να πει η αδύναμη και αμήχανη θέση του· πως «οι Ελληνες δεν αντέχουν άλλο». Σωστά μίλησαν και οι δύο, έστω κι αν οι διαπιστώσεις αυτού του είδους μάλλον σαν αλάτι σε πληγή δουλεύουν παρά καταπραϋντικά, διότι συνήθως μένουν πολιτικά αμετάφραστες. Ναι. Η χώρα έχει φτάσει στα όριά της, ο καθένας στη μοναξιά της βιοποριστικής του αγωνίας και πολλοί μαζί οργανωμένοι σε σωματεία, όσο και όπως υπάρχουν ακόμα. Ιδού πάντως ένα από τα αναποδογυρίσματα της Ιστορίας: Η κρίση οδήγησε κι εκείνους που βδελύσσονταν τα συνδικάτα, να αναζητούν σε αυτά κάποια προστασία, τώρα που η κυβέρνηση ορέγεται να «μεταρρυθμίσει διαρθρωτικώς» και τον συνδικαλισμό, η δε κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων παραδίδει τον καθέναν έρμαιο στις εργοδοτικές διαθέσεις. Και ναι, ο κόσμος δεν αντέχει άλλο, εξαιρουμένων φυσικά των μονίμως ευνοημένων, που όχι μόνο δεν προβληματίζονται από την κρίση αλλά την εκμεταλλεύονται σαν ευκαιρία πλουτισμού. Και έχει φτάσει στα όριά του ως προς τις περικοπές τόσο του μισθού και της σύνταξης όσο και των εργασιακών δικαιωμάτων και των κοινωνικών παροχών. Δεν αντέχει άλλο ν’ ακούει λόγια παρηγοριάς από τους δικούς του ή από τους επίσημους ξένους, γιατί ηχούν σαρκαστικά. Δεν αντέχει άλλες διαβεβαιώσεις πως μπήκαμε στον σωστό δρόμο, όταν ο ίδιος ματώνει κάθε μέρα και περισσότερο. Δεν αντέχει άλλο να του υπόσχονται θεραπεία όσοι οδήγησαν στη σημερινή αρρώστια, και με τα ίδια φάρμακα που επιδείνωσαν τα συμπτώματα αντί να τα αμβλύνουν. Δεν αντέχει άλλο να τον αντιμετωπίζουν οι δικοί του ηγέτες όπως οι ξένοι επισκέπτες. Να του λένε δηλαδή πέντε εγκωμιαστικές λέξεις και άλλες τόσες παραμυθητικές κι ύστερα να γυρίζουν σελίδα. Σαν να μην τους αφορούν ούτε όσα είπαν ούτε όσοι τα άκουσαν. |
Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013
Μια χώρα στα όρια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου