Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Ο Έλληνας που έσωσε τον Μαντέλα από την αγχόνη



Με αφορμή τη Διεθνή ημέρα Νέλσον Μαντέλα, το News 24/7 συνομιλεί με το alter ego του Νοτιοαφρικανού ηγέτη, τον δικηγόρο Γιώργο Μπίζο, που συνέβαλε στην εδραίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της χώρας
Δίπλα από κάθε ηγέτη βρίσκεται σχεδόν πάντα μια ισχυρή προσωπικότητα, ένας αθόρυβος συνεργάτης. Για τον Νέλσον Μαντέλα, αυτός ο πολύτιμος άνθρωπος, ο στενός φίλος, ήταν ένας Έλληνας, ο Γιώργος Μπίζος. Σε αντίθεση, όμως, με τους περισσότερους “ανθρώπους του προέδρου” ο δικηγόρος Γιώργος Μπίζος δεν έμεινε στη σκιά του χαρισματικού ηγέτη αλλά αποτέλεσε έναν θρύλο της Νοτίου Αφρικής. Ήταν εκείνος, εξάλλου, που καθιερώθηκε στη συνείδηση του λαού ως σωτήρας του Μαντέλα αφού τον γλίτωσε από την θανατική ποινή ενώ στάθηκε και στο πλευρό όλων όσων πολέμησαν το Απαρτχάιντ. Αυτοσκοπός του ήταν να ενσταλάξει τη δικαιοσύνη στην κοινωνία και έδωσε σκληρή μάχη για να καταστεί η Νότιος Αφρική μια χώρα που θα ανήκε σε όλους και όχι µόνο στη λευκή μειονότητα.

Όλη του η ζωή, ένας αέναος αγώνας κατά του ρατσισμού, καθώς ακόμα και σήμερα, παρά τα 89 έτη του, καθημερινά βρίσκεται στο γραφείο του, στο Legal Resources Center στο Γιοχάνεσμπουργκ. Εκεί, άλλωστε, τον “πέτυχε” το News 24/7 προκειμένου να ξεδιπλώσει την ιστορία της πολυτάραχης ζωής του.
Η μνήμη του δεν έχει ξεθωριάσει. Γυρνάει τον χρόνο πίσω σε εκείνη την ημέρα που έμελλε να αλλάξει όλη του τη ζωή. Ήταν το 1941, όταν, επί Κατοχής, επτά Νεοζηλανδοί στρατιώτες βρέθηκαν στο χωριό του, στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας, αναζητώντας καταφύγιο. “Ο πατέρας μου, Αντώνης Μπίζος, ήταν κοινοτάρχης του χωριού, και θέλοντας να τους σώσει από τους Ναζί, αποφάσισε να τους φέρει στο σπίτι μας. Μας είπαν πως θα πήγαιναν στην Κρήτη για να πολεμήσουν και, έτσι, μαζί με κάποιους άλλους Έλληνες πήραμε μια βάρκα από την Κορώνη και ξεκινήσαμε το ταξίδι για να γλιτώσουμε και εμείς τα αντίποινα από τους Γερμανούς”, θυμάται ο Γιώργος Μπίζος, ο οποίος, τότε, ήταν 13 ετών και, δίχως δεύτερη σκέψη, ακολούθησε τον πατέρα του, αφήνοντας πίσω του τη μητέρα του με τα αδέλφια του. “Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, είδαμε δεκαέξι πλοία να κατευθύνονται προς την Κρήτη. Ένας από τους Νεοζηλανδούς είχε ένα καθρεφτάκι μαζί του και προσπάθησε να στείλει SOS. Ένα από αυτά, το βρετανικό καταδρομικό, μας πέταξε τη σκάλα του. Μας είπαν ότι δεν μπορούμε να πάμε στην Κρήτη διότι είχε πέσει στα χέρια των Γερμανών. Αντ ’αυτού, πήγαμε στην Αίγυπτο”.

  Ο Γιώργος Μπίζος και ο πατέρας του έμειναν εκεί για πολύ λίγο μέχρι τη στιγμή που κατέφθασαν οι Ιταλοί. Για τους πρόσφυγες υπήρχε η επιλογή είτε να πάνε στην Ινδία είτε στην Νότια Αφρική. “Ο πατέρας μου επέλεξε τη Νότια Αφρική διότι είχε ακούσει ότι εκεί βρίσκεις διαμάντια και χρυσό στα πεζοδρόμια”, λέει ο κύριος Μπίζος. Στις 8 Αυγούστου του 1941, πατέρας και γιός φθάνουν στο λιμάνι του Durban που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Νοτίου Αφρικής. “Για πρώτη φορά, αντίκρισα ξυπόλυτους ανθρώπους με κοντά παντελόνια να τραβούν κάρα γεμάτα πράγματα. Αμέσως, σκέφθηκα ότι τελικά δεν ήρθαμε στο πιο κατάλληλο μέρος”, υπογραμμίζει. Πήραν το τρένο με κατεύθυνση το Γιοχάνεσμπουργκ όπου κάποιοι Έλληνες τους περίμεναν για να τους δώσουν χρήματα και να τους οδηγήσουν σ΄ ένα ξενοδοχείο.

Τα πρώτα χρόνια στην Αφρική

Στη χώρα των πιο στυγνών φυλετικών διακρίσεων, με τους Αφρικάνερς να αποκαλούν τους πρόσφυγες “σκουπίδια”, η προσαρμογή για τους Μπίζους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο μικρός Γιώργος δεν μιλούσε αγγλικά και ο πατέρας του προσπάθησε να τον εγγράψει σ’ ελληνικό σχολείο, χωρίς, όμως, να γίνει δεκτός. “Ο ιδιοκτήτης ενός παντοπωλείου είπε στον πατέρα μου ότι μπορώ να ξεκινήσω να δουλεύω εκεί καθώς το καλύτερο σχολείο είναι η δουλειά. Και έτσι και έγινε για τρεισίμιση χρόνια. Παράλληλα, ο πατέρας μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο κατασκευής πολεμοφοδίων”.
Κάποια στιγμή, ο μικρός Γιώργος αρρώστησε και τότε ήταν η πρώτη φορά που θα γνώριζε το απάνθρωπο πρόσωπο του ρατσισμού και της κοινωνικής απομόνωσης. “Ήμουν άρρωστος και στο δωμάτιο πίσω από το μαγαζί, ήρθε να με εξετάσει ένας Έλληνας γιατρός με το όνομα Τσαλαβούτας. Του είπα ότι και o σοφέρ του ιδιοκτήτη, ο James, είχε αρρωστήσει και του ζήτησα να τον δει αλλά εκείνος αρνήθηκε, απαντώντας μου χαρακτηριστικά ‘δεν εξετάζω μαύρους’ ”. Τελικά, ήρθε ένας μαύρος γιατρός από τoν πολιτικό φορέα “Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (AΝC)” για να δει τον James. Φυσικά, όλα αυτά μου προκάλεσαν εντύπωση διότι δεν μπορούσα να δεχθώ ότι οι μαύροι είναι λιγότερο άνθρωποι από τους λευκούς”.
Μέσα στο εν λόγω διάστημα είχε δημοσιευθεί σε μια εφημερίδα ένα άρθρο προς τιμήν του Αντώνη Μπίζου, με τίτλο “ο Έλληνας αγρότης που έσωσε Νεοζηλανδούς στρατιώτες”, και, μάλιστα, υπήρχε φωτογραφία των δύο τους που το πλαισίωνε. Αυτό το άρθρο μοιραία θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ζωής του.
“ Ήταν Παρασκευή απόγευμα όταν ήρθε στο μαγαζί μία δασκάλα, η Cecilia Feinstein, που με αναγνώρισε από την εφημερίδα και με ρώτησε εάν πηγαίνω σχολείο. Φυσικά, τα έβαλε με το αφεντικό που δεν μου επέτρεπε να πηγαίνω σχολείο και του είπε ότι την Δευτέρα ‘θα έρθω να τον πάρω για να του κάνω μαθήματα’”, θυμάται συγκινημένος ο κύριος Μπίζος.
Κι έτσι μέσα σε εφτά χρόνια θα μάθει τόσο καλά τη γλώσσα που θα καταφέρει το 1948 να περάσει στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Βιτβάτερσραντ.

Η γνωριμία με τον Μαντέλα


  To 1950 ο πρωθυπουργός Daniel François Malan ρωτήθηκε στη Βουλή: “τι συμβαίνει και στο πανεπιστήμιο μαύροι και λευκοί κάθονται στα ίδια έδρανα; Τι γίνεται και μαύροι περπατούν αγκαζέ με λευκές κοπέλες;”. Σε επικοινωνία του με την διοίκηση του πανεπιστημίου, ο πρωθυπουργός εισέπραξε την απάντηση ότι υπάρχει μια μικρή ομάδα αριστεριστών που μάχεται για την καταπάτηση των νόμων του Απαρτχάιντ, κάτι που θα προσπαθούσαν να το διορθώσουν. “Την επόμενη ημέρα, έβγαλα λόγο στο πανεπιστήμιο, τονίζοντας ότι: ‘Αν το να νιώθω ίσος με τους μαύρους συμφοιτητές μου με καθιστά αριστερό, τότε είμαι υπερήφανος που είμαι αριστερός’. Αυτό γράφτηκε στις εφημερίδες, το έμαθε ο Νέλσον Μαντέλα που ήταν συμφοιτητής μου στη Νομική και ήρθε και με βρήκε. Εκείνος ήταν μέλος της αντίστασης στο ANC και έκανε διαμαρτυρίες εναντίον της νέας τότε κυβέρνησης. Ήταν ψηλός, ευθυτενής, γοητευτικός, με μια απαράμιλλη ευγλωττία, σίγουρος για τον εαυτό του που διακήρυττε ότι οι μαύροι έπρεπε να παλέψουν μόνοι τους. Με ρώτησε από πού ήμουν, του μίλησα για την Ελλάδα, του εξήγησα ποιες ήταν οι δικές μου θέσεις και πως τα βιώματα μου με ριζοσπαστικοποίησαν. Κάπως, έτσι, ξεκίνησε η φιλία μας”, μας λέει ο κύριος Μπίζος και προσθέτει πως “δεν ήταν εύκολο να συναντιόμαστε. Χρειαζόταν ειδική άδεια για να πας στις συνοικίες που έμεναν μαύροι. Κατάφερα, όμως, να πάω λίγες φορές στα κρυφά. Μάλιστα, τα παιδιά του τον είχαν ρωτήσει “γιατί επιτρέπεις σε έναν λευκό άνθρωπο να μπει στο σπίτι μας” και εκείνος τους είχε απαντήσει: “μερικές φορές είναι κάποια λευκά πρόσωπα που έχουν μαύρη καρδιά”.

Ο Μπίζος στη “Δίκη του Αιώνα”

Ο Γιώργος Μπίζος, έχοντας ταυτιστεί με τον “μαύρο θυμό”, αποφάσισε από πολύ νωρίς να γίνει προασπιστής των δικαιωμάτων των γηγενών. Πολύ γρήγορα, θα αποκτούσε ένα πρώτο όνομα ως ο άνθρωπος που αναλάμβανε υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το κομβικό σημείο στην επαγγελματική του πορεία θα σημειωνόταν στη περίφημη δίκη της Ριβόνια, ή αλλιώς “Δίκη του Αιώνα”, στην οποία θα κατείχε περίοπτη θέση ως μέλος της υπερασπιστικής ομάδας των 13 κατηγορουμένων για απόπειρα βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης, προβεβλημένων μελών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και πολλών ακόμα αφανών ηρώων του κινήματος. Η δίκη ξεκίνησε στις 9 Οκτωβρίου 1963 και ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουνίου 1964, με τον Μαντέλα να γλυτώνει από την αγχόνη αλλά να καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη.
Στην ιστορία θα μείνει η καταληκτική παράγραφος από την τετράωρη απολογία του 46χρονου Μαντέλα, που θα αποτελούσε αργότερα την ιδεολογική βάση του αγώνα κατά του Απαρτχάιντ.
"Πολέμησα κατά της κυριαρχίας των λευκών και πολέμησα κατά της κυριαρχίας των μαύρων. Ονειρεύομαι το ιδανικό μίας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας, όπου όλοι οι άνθρωποι θα ζουν μαζί, σε αρμονία, και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό, για το οποίο ελπίζω να ζήσω και να πετύχω. Αν όμως αυτό χρειάζεται... είναι ένα ιδανικό, για το οποίο είμαι προετοιμασμένος να πεθάνω".

  Ωστόσο, ο δικηγόρος του, Γιώργος Μπίζος, διαφωνούσε με το τέλος της απολογίας. “Τον προειδοποίησα ότι ‘αν πεις ότι είσαι διατεθειμένος να πεθάνεις, θα σε κατηγορήσουν ότι ζητάς να γίνεις μάρτυρας’. Του μίλησα για τον Σωκράτη και τη δίκη του. Του έκανα και πλάκα: ‘Ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί δεν διέθετε καλό δικηγόρο!’. Καταλήξαμε σε έναν συμβιβασμό. Να προστεθούν οι λέξεις ‘‘if needs be’’ (εν ανάγκη)”.
Και έτσι και έγινε. Οι τρεις αυτές λέξεις θα έμελλε να αλλάξουν τον ρου της νοτιοαφρικανικής ιστορίας. “Όλοι μου λένε ότι έσωσα τον Mandela αλλά, στην πραγματικότητα, νομίζω, η κατακραυγή του καθεστώτος από τη παγκόσμια κοινή γνώμη και ο ξεσηκωμός της κοινωνίας από την Σοβιετική Ένωση μέχρι την Αμερική και την Ασία ήταν αυτές που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο. Ο δικαστής ήθελε να τους καταδικάσει όλους, όμως, φοβήθηκε την οργή της κοινωνίας”, δηλώνει με ταπεινότητα ο κύριος Μπίζος.
Η ζωή στη φυλακή για τον Μαντέλα ήταν δύσκολη, εκείνος, όμως, έβρισκε τη δύναμη να διαβάζει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, νομικά για να αποκτήσει το δίπλωμα εξ αποστάσεως και προσπαθούσε να μάθει να μιλάει Afrikaans, ώστε να βελτιώσει τις σχέσεις του με τους φύλακες.“ Όταν τον επισκέφθηκα πρώτη φορά, ήρθε συνοδεία οχτώ φυλάκων. Καθώς μιλούσαμε για την οικογένειά του, γυρίζει, ξαφνικά, και μου λέει 'Γιώργο δεν είμαι εδώ για πολλά χρόνια, αλλά έχασα τους τρόπους μου, δεν σε σύστησα στην τιμητική μου φρουρά'. Και σύστησε τον καθένα από τους φρουρούς”, μας λέει γεμάτος θαυμασμό ο κύριος Μπίζος.
Τελικά, οι πύλες της φυλακής άνοιξαν για τον Μαντέλα στις 11 Φεβρουαρίου του 1990, λίγο μετά τη νομιμοποίηση του ANC, έχοντας, ήδη, ο μεγάλος ηγέτης μετρήσει στο ημερολόγιο του 27 ολόκληρα χρόνια εγκλεισμού.
Στο διάστημα αυτό, ο Γιώργος Μπίζος συνέχιζε να δίνει μάχες στο πλευρό κατατρεγμένων του καθεστώτος και πέτυχε νίκες-σταθμούς στα δικαστικά χρονικά της Νότιας Αφρικής, αγνοώντας, παράλληλα, τις απειλές που δεχόταν για τη ζωή του και την οικογένεια του. “ Ακόμη και κάποιοι από την ελληνική παροικία θεωρούσαν ότι ντρόπιαζα τον ελληνισμό και μου φώναζαν πως δεν θα βγάλουν εκείνοι το φίδι από τη φωτιά, είναι περαστικοί από την Ν.Αφρική και θέλουν να βγάλουν λίγα χρήματα και να φύγουν”, δηλώνει με απογοήτευση, ακόμα και σήμερα, ο κύριος Μπίζος.

  Η ημέρα της ορκωμοσίας του Μαντέλα στην προεδρία της Νοτίου Αφρικής, τον Μάιο του 1994, ήταν, κατά τον κύριο Μπίζο, “η συγκλονιστικότερη στιγμή της ζωής μου”. Μάλιστα, στην λαμπρή τελετή εορτασμού για την απελευθέρωσή του μεγάλου ηγέτη, μπροστά σε 80 χιλιάδες κόσμο, κι ενώ ο κύριος Μπίζος βρισκόταν στο χώρο τον επισήμων, άκουσε από το μικρόφωνο τον Μαντέλα να τον καλεί για να ανέβει στην εξέδρα και να σταθεί δίπλα του.
Πολλές φορές ο μεγάλος ηγέτης του πρότεινε να συμμετάσχει στη κυβέρνηση, ωστόσο, εκείνος αρνιόταν. “Δέχτηκα τη πρόταση του να συνγράψουμε μαζί το νέο σύνταγμα της χώρας και να είμαι επικεφαλής της δικαστικής επιτροπής που θα 'καθάριζε' το δικαστικό σώμα από τα κατάλοιπα της πολιτικής του Απαρτχάιντ. Δεν ήμουν, όμως, διατεθειμένος να γίνω πολιτικός, ήμουν ευχαριστημένος με το να υπερασπίζομαι τα ανθρώπινα δικαιώματα”, δηλώνει αφοπλιστικά ο κύριος Μπίζος.

Η νοσταλγία για την πατρίδα

Τριάντα ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν να περάσουν για να βρεθεί ξανά κοντά στους συγγενείς του και στο αγαπημένο του Βασιλίτσι ο Γιώργος Μπίζος. Οι Αρχές, λόγω της δράσης του, αρνούνταν να του δώσουν υπηκοότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φύγει από τη χώρα.
“Είχα να δω την μητέρα μου από το 1941, τότε που φύγαμε με τον πατέρα μου, μέχρι το 1962 που ήρθε εκείνη στην Αφρική. Εγώ δεν μπορούσα να πάω στην Ελλάδα και φοβόμουν πως αν έφευγα, δεν θα μπορούσα να επιστρέψω”. Τελικά, τα κατάφερε το 1972, όταν ένας δικαστής έμαθε για το πρόβλημα του και θέλησε να μεσολαβήσει.
Φυσικά, τις εκπαιδευτικές του περιπέτειες δεν τις ξέχασε ποτέ, και το 1974, συνέβαλε αποφασιστικά στην ίδρυση του ελληνικού σχολείου του Γιοχάνεσμπουργκ, το οποίο ήταν μάλιστα ανοιχτό και στους μαύρους μαθητές από την πρώτη κιόλας μέρα λειτουργίας του.
Μέσα από μια μακρά, ηθική και πολύ θαρραλέα ζωή, ο Γιώργος Μπίζος παρέμεινε ακλόνητος στην ατέρμονη μάχη για ελευθερία, δημοκρατία και δικαιοσύνη. Ακόμα και σήμερα, συνεχίζει να στηρίζει τις αξίες και τις πρακτικές της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Δικαστική Επιτροπή.
(Φωτογραφίες: ΑP Images)
ΠΗΓΗ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου