Του Τάσου Παππά
Η Αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, ήταν και παραμένει επιφυλακτική απέναντι στις ηγετικές προσωπικότητες. Πίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι ιδέες κινητοποιούν τις μάζες, και τα πρόσωπα έρχονται ως φορείς αυτών των ιδεών να εκφράσουν το νέο, το μεταρρυθμιστικό, το ριζοσπαστικό, το επαναστατικό. Ετσι είναι στη θεωρία. Ωστόσο, οι απορίες καραδοκούν: Θα είχαν τύχη οι μπολσεβίκοι χωρίς την αποφασιστική επιμονή του Λένιν για τον χρόνο της εξέγερσης («χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά, σήμερα είναι η ώρα»); Ποια θα ήταν η πορεία της κινεζικής επανάστασης χωρίς τη συμβολή του Μάο; Η αποκοτιά μιας χούφτας ενόπλων στην Κούβα θα δικαιωνόταν δίχως την παρουσία και τον επιθετικό βολονταρισμό του Κάστρο και του Γκεβάρα; Ολοι αυτοί αποθεώθηκαν, σχεδόν αγιοποιήθηκαν, όχι μόνο εξαιτίας της συντονισμένης επιχείρησης προσωπολατρίας που οργανώθηκε εκ των υστέρων από τα καθεστώτα, αλλά και γιατί την κρίσιμη στιγμή ανέλαβαν την πρωτοβουλία, μπήκαν μπροστά και παραμέρισαν τους διστακτικούς. Το πού κατέληξαν αυτές οι προσπάθειες και κυρίως το γιατί, είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.
Αλλά και στα καθ’ ημάς: Για το ΚΚΕ, ο Νίκος Ζαχαριάδης, μέχρι τη διαγραφή του, ήταν ο μεγάλος αρχηγός, ο σοφός ηγέτης, αυτός που θα οδηγούσε το κίνημα στη νίκη κόντρα στις ραδιουργίες του Τσόρτσιλ και των Αμερικανών. Οι απλοί άνθρωποι την εποχή της Εθνικής Αντίστασης έβαζαν, δίπλα στα εικονίσματα, τη φωτογραφία του Αρη Βελουχιώτη. Στη σύγχρονη εποχή τον ρόλο του «γητευτή ψυχών» έπαιξε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Χωρίς αυτόν είναι αμφίβολο αν ένα κόμμα-μαζικός χώρος, όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ, θα κατάφερνε να γίνει ηγεμονικό μέσα σε λίγα χρόνια.
Ο Μαξ Βέμπερ περιέγραψε ως εξής τη σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα σ’ έναν χαρισματικό ηγέτη και πλατιές μάζες ανθρώπων: «Η αφοσίωση στο χάρισμα του προφήτη ή του πολεμικού ηγέτη ή του μεγάλου δημαγωγού στην εκκλησία του δήμου ή στο κοινοβούλιο, σημαίνει ότι ο ηγέτης αναγνωρίζεται ότι από τη φύση του είναι “προορισμένος” για ηγέτης ανθρώπων. Οι άνθρωποι δεν υποτάσσονται σ’ αυτόν επειδή το θέλει η παράδοση ή οι νόμιμοι θεσμοί, αλλά γιατί πιστεύουν σ’ αυτόν» («Η πολιτική ως επάγγελμα», εκδόσεις Παπαζήση).
Αφορμή για τα παραπάνω είναι η συζήτηση που διεξάγεται στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Αριστεράς για την κρίση ηγεσίας που την ταλανίζει. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία αναζητεί χρόνια έναν νέο Βίλι Μπραντ που θα τη βγάλει από τη σκιά της χριστιανοδημοκρατίας. Η ιταλική Αριστερά αλλάζει ηγέτες σαν τα πουκάμισα μέχρι να βρει τον κατάλληλο που θα ενώσει τις διάσπαρτες δυνάμεις της και θα την απαλλάξει από τους αιωνόβιους σεχταρισμούς της. Η ελληνική κεντροαριστερά, όπως επισημαίνει ο Θ. Πάγκαλος στο χθεσινό «Βήμα», θα πελαγοδρομεί όσο δεν υπάρχει ένας αδιαμφισβήτητος ηγέτης και ο χώρος θα παραμένει άμορφος και δεν θα μπορεί να «μάσει τα ψηφαλάκια».
Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και πολλοί διανοούμενοι που αναφέρονται σ’ αυτήν ποντάρουν στον Αλέξη Τσίπρα. Οχι μόνο για να πετύχει την πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα, αλλά και για να γίνει το σύμβολο «ενός αγώνα εναντίον της “υπαρκτής Ευρώπης”, ενός αγώνα για μια ελεύθερη και δημοκρατική Ευρώπη» (Ρ. Μουσάκιο, Μ. Τορέλι «Η Αυγή», 15-12-2013). Εκχυδαΐζοντας την κουβέντα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν αρκούν τα αγνά υλικά και η τέλεια συνταγή, χρειάζεται και ένας καλός μάγειρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου