Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τον Δεκέμβριο του 1959
Σε μια παλιά κωμωδία –του Φρανκ Κάπρα, αν δεν με απατά η μνήμη μου- ο Κάρι Γκράντ, πάμπλουτος και στην κοσμάρα του, αποφασίζει ν’ ανακατευτεί με τον απλό λαό και να πάρει μια ισχυρή τζούρα πραγματικότητας. Στην προσπάθειά του να μην ξεχωρίζει από το πλήθος, υιοθετεί το ανάλογο dress code –τρύπια παπούτσια, παντελόνι και σακάκι με τεράστια μπαλώματα- κι εμφανίζεται μπροστά στον στρυφνό του μπάτλερ για την τελική έγκριση. Ο μπάτλερ τον κόβει από την κορφή ως τα νύχια και αποφαίνεται απαξιωτικά: «Overacting, Sir. Overacting».
Η μπλαζέ απαξίωση του μπάτλερ έρχεται συχνά στο νου μου τον τελευταίο καιρό, όποτε βολτάρω στο Διαδίκτυο και πέφτω πάνω σε παλιούς γνώριμους, σχεδόν πια αγνώριστους από την εντυπωσιακή τους μετάλλαξη. Χονδρικά θα έλεγα ότι τα χρόνια που, αναμφίβολα καταχρηστικά, έχουν καταγραφεί ως η εποχή των παχιών αγελάδων, επί Κώστα Σημίτη κι επί Κώστα Καραμανλή, οι γνώριμοί μου δεν λούφαζαν στην Πάρνηθα και στον Υμηττό, έτοιμοι να κατέβουν έφιπποι και να καταλάβουν την πρωτεύουσα εξαπίνης. Δεν θα τους παρουσίαζα και ως τυπικούς κρατικοδίαιτους, όπως αυτοί παρουσιάζουν σήμερα τα θύματά τους με συνοπτικές διαδικασίες, περισσότερο ως τυπικούς οπορτουνιστές, αποφασισμένους να επιβιώσουν κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες –και από αυτή την άποψη, πράγματι, δεν άλλαξαν καθόλου. Θέλω να πω, άλλαξαν προβιά. Δεν άλλαξαν ουσία. Από τη στιγμή όμως που η άμπωτη παρέσυρε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος προς τη ριζοσπαστική αριστερά, οι παλιοί μου γνώριμοι ζώστηκαν χιαστί τα ιδεολογικά τους φυσεκλίκια και άρχισαν να πολυβολούν με τα πληκτρολόγιά τους αδιακρίτως, επί δικαίων και αδίκων, σαν να μην είναι και οι ίδιοι σίγουροι για την πειστικότητά τους ή σαν κάποιος να τους έχει διαβεβαιώσει ότι η πειστικότητά τους θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των υπολήψεων που θα σωριάσουν στο έδαφος. Λαγωνικά, εισαγγελείς, ένορκοι, δικαστές κι εκτελεστικό απόσπασμα σε κοινή συσκευασία. Τα έχουν όλα και συμφέρουν.
Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι καινούργιο. Ατέλειωτα καραβάνια από γυμνοσάλιαγκες ακολουθούν πάντοτε τη φορά του ανέμου. Οι εκάστοτε νεοφώτιστοι –είτε ταλιμπάν είτε ιεχωβάδες- επιδεικνύουν μεγαλύτερο ζήλο από τους παλαιότερους, πλεόνασμα σε φανατισμό και ασπλαχνία. Εάν μάλιστα έχουν να κρύψουν και σκελετούς στη ντουλάπα τους, εάν το παρελθόν τους δεν είναι τόσο άμωμο όσο θέλουν να το σερβίρουν, τότε και η ρητορική τους σκαρφαλώνει κλίμακα, από στεντόρεια μεταμορφώνεται σε υστερική, λες και μονάχα οι ίδιοι βλέπουν στο σκοτάδι αναρίθμητα δάχτυλα να τους υποδεικνύουν διαρκώς σαν ξένα σώματα, άθλιους εισοδιστές, φυτευτούς προβοκάτορες. Δεν είναι –τουλάχιστον οι συντριπτικά περισσότεροι. Πιο πολύ παραπέμπουν στον Γιάννη Γκιωνάκη και στον Νίκο Ρίζο, σ’ εκείνη την ο-θεός-να-την-κάνει κωμωδία του ’80, όπου παριστάνουν τους μυστικούς αστυνομικούς του τμήματος ηθών, εγκλωβίζονται στο σινεμά που παράνομα παίζει τσόντες και, λίγο πριν τους πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι θεατές, αρχίζουν να τσιρίζουν: «Δώσε την τσόντα στο λαό! Δώσε την τσόντα στο λαό!». Ναι, οι καημένοι. Κατά φαντασίαν τραγικοί, δεν είναι παρά αξιοθρήνητοι. Κάποιοι θα τα καταφέρουν πάλι να επιβιώσουν. Κάποιοι ακόμη και θ’ αναρριχηθούν. Προτού ωστόσο γελοιοποιηθούν ανεπανόρθωτα, ας ακούσουν τη συμβουλή του μπάτλερ. Κανέναν και ποτέ δεν ωφέλησε μακροπρόθεσμα το υπερβολικό παίξιμο.
Σε μια παλιά κωμωδία –του Φρανκ Κάπρα, αν δεν με απατά η μνήμη μου- ο Κάρι Γκράντ, πάμπλουτος και στην κοσμάρα του, αποφασίζει ν’ ανακατευτεί με τον απλό λαό και να πάρει μια ισχυρή τζούρα πραγματικότητας. Στην προσπάθειά του να μην ξεχωρίζει από το πλήθος, υιοθετεί το ανάλογο dress code –τρύπια παπούτσια, παντελόνι και σακάκι με τεράστια μπαλώματα- κι εμφανίζεται μπροστά στον στρυφνό του μπάτλερ για την τελική έγκριση. Ο μπάτλερ τον κόβει από την κορφή ως τα νύχια και αποφαίνεται απαξιωτικά: «Overacting, Sir. Overacting».
Η μπλαζέ απαξίωση του μπάτλερ έρχεται συχνά στο νου μου τον τελευταίο καιρό, όποτε βολτάρω στο Διαδίκτυο και πέφτω πάνω σε παλιούς γνώριμους, σχεδόν πια αγνώριστους από την εντυπωσιακή τους μετάλλαξη. Χονδρικά θα έλεγα ότι τα χρόνια που, αναμφίβολα καταχρηστικά, έχουν καταγραφεί ως η εποχή των παχιών αγελάδων, επί Κώστα Σημίτη κι επί Κώστα Καραμανλή, οι γνώριμοί μου δεν λούφαζαν στην Πάρνηθα και στον Υμηττό, έτοιμοι να κατέβουν έφιπποι και να καταλάβουν την πρωτεύουσα εξαπίνης. Δεν θα τους παρουσίαζα και ως τυπικούς κρατικοδίαιτους, όπως αυτοί παρουσιάζουν σήμερα τα θύματά τους με συνοπτικές διαδικασίες, περισσότερο ως τυπικούς οπορτουνιστές, αποφασισμένους να επιβιώσουν κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες –και από αυτή την άποψη, πράγματι, δεν άλλαξαν καθόλου. Θέλω να πω, άλλαξαν προβιά. Δεν άλλαξαν ουσία. Από τη στιγμή όμως που η άμπωτη παρέσυρε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος προς τη ριζοσπαστική αριστερά, οι παλιοί μου γνώριμοι ζώστηκαν χιαστί τα ιδεολογικά τους φυσεκλίκια και άρχισαν να πολυβολούν με τα πληκτρολόγιά τους αδιακρίτως, επί δικαίων και αδίκων, σαν να μην είναι και οι ίδιοι σίγουροι για την πειστικότητά τους ή σαν κάποιος να τους έχει διαβεβαιώσει ότι η πειστικότητά τους θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των υπολήψεων που θα σωριάσουν στο έδαφος. Λαγωνικά, εισαγγελείς, ένορκοι, δικαστές κι εκτελεστικό απόσπασμα σε κοινή συσκευασία. Τα έχουν όλα και συμφέρουν.
Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι καινούργιο. Ατέλειωτα καραβάνια από γυμνοσάλιαγκες ακολουθούν πάντοτε τη φορά του ανέμου. Οι εκάστοτε νεοφώτιστοι –είτε ταλιμπάν είτε ιεχωβάδες- επιδεικνύουν μεγαλύτερο ζήλο από τους παλαιότερους, πλεόνασμα σε φανατισμό και ασπλαχνία. Εάν μάλιστα έχουν να κρύψουν και σκελετούς στη ντουλάπα τους, εάν το παρελθόν τους δεν είναι τόσο άμωμο όσο θέλουν να το σερβίρουν, τότε και η ρητορική τους σκαρφαλώνει κλίμακα, από στεντόρεια μεταμορφώνεται σε υστερική, λες και μονάχα οι ίδιοι βλέπουν στο σκοτάδι αναρίθμητα δάχτυλα να τους υποδεικνύουν διαρκώς σαν ξένα σώματα, άθλιους εισοδιστές, φυτευτούς προβοκάτορες. Δεν είναι –τουλάχιστον οι συντριπτικά περισσότεροι. Πιο πολύ παραπέμπουν στον Γιάννη Γκιωνάκη και στον Νίκο Ρίζο, σ’ εκείνη την ο-θεός-να-την-κάνει κωμωδία του ’80, όπου παριστάνουν τους μυστικούς αστυνομικούς του τμήματος ηθών, εγκλωβίζονται στο σινεμά που παράνομα παίζει τσόντες και, λίγο πριν τους πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι θεατές, αρχίζουν να τσιρίζουν: «Δώσε την τσόντα στο λαό! Δώσε την τσόντα στο λαό!». Ναι, οι καημένοι. Κατά φαντασίαν τραγικοί, δεν είναι παρά αξιοθρήνητοι. Κάποιοι θα τα καταφέρουν πάλι να επιβιώσουν. Κάποιοι ακόμη και θ’ αναρριχηθούν. Προτού ωστόσο γελοιοποιηθούν ανεπανόρθωτα, ας ακούσουν τη συμβουλή του μπάτλερ. Κανέναν και ποτέ δεν ωφέλησε μακροπρόθεσμα το υπερβολικό παίξιμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου