ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦAΝΟΥ
Η ελπίδα είναι το τελευταίο δώρο που
βγήκε από το κουτί της Πανδώρας, ως ύστατη παρηγοριά αλλά και
ακολουθώντας όλα τα ανθρώπινα βάσανα που βρίσκονταν θαμμένα μαζί της στα
αιώνια σκοτάδια της άγνοιας, ένας μύθος που έχει ιδιαίτερα πικρό νόημα,
αλλά και επί της παρούσης αποτελεί μια αστεία σύμπτωση, λόγω της
ονομασίας του ιστότοπου στον οποίο δημοσιεύεται το παρόν άρθρο.
Η ελπίδα λοιπόν είναι συνάρτηση του κακού. Ως εκ τούτου είναι επικίνδυνη, δηλητηριώδης και ύπουλη επειδή, αντί να μάχεται κατά μέτωπο το κακό, μεταφέρει την έννοια της αλλαγής στο μέλλον, δηλαδή σε εκείνη την φαντασιακή διάσταση που ουδόλως έχει σχέση με την πραγματικότητα, αφού η τελευταία εκτυλίσσεται μόνο στο εδώ και τώρα, ποτέ στο πριν, ποτέ στο μετά - μόνο αυτή τη στιγμή μπορεί να υπάρξει το οτιδήποτε, και ειδικότερα η δράση.
Μεταθέτοντας την αλλαγή, την δράση, την ευθύνη, το κόστος και την επιλογή του να δράσουμε στο αύριο, στο μεθαύριο, στο παραμεθαύριο ονειρευόμαστε - κάτι που απαιτεί είτε βαθύ ύπνο, είτε υπνοβασία, αμφότερες καταστάσεις που μας καθιστούν εύκολα θύματα.
Η ύπνωση μπορεί να επέρχεται από κούραση, ψυχική και σωματική, αλλά και να υποβοηθείται από υπνωτιστές που γνωρίζουν την τέχνη του προγραμματισμού εγκεφάλου και της νάρκωσης, ή έστω της καταστολής αντιδράσεων, σε επιστημονικά επίπεδα. Όσοι ασχολούνται με την παραγωγή περιεχομένου για την τηλεόραση το γνωρίζουν καλά αυτό – ο πρώτος στόχος κάθε τηλεοπτικής εικόνας είναι να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση μιας πραγματικότητας που είναι προτιμότερη από εκείνην που περιβάλλει άμεσα τον τηλεθεατή. Αλλιώς, το ακροατήριο δεν διασκεδάζει.
Διασκέδαση σημαίνει να σκορπάς τις έγνοιες σου – προσοχή, όχι να γλιτώνεις από αυτές ή να βρίσκεις λύσεις, αλλά να τις απομακρύνεις προσωρινά μέχρι να επιστρέψουν, δριμύτερες, να σε ταλανίσουν. Διασκέδαση είναι η ανάπαυλα που επιτρέπει στον βασανισμένο να επιζεί ώστε ο βασανιστής να μπορεί να συνεχίζει το έργο του. Ποιος άλλος λόγος να κάθεσαι μπροστά σε μια οθόνη αν δεν διασκεδάζεις?
Το άλλοθι της κριτικής ενημέρωσης ή της αξιόλογης πληροφόρησης εξανεμίζεται μόλις κάποιος κάνει τον απλό συνειρμό ότι καμία ιδιωτική επιχείρηση δεν μεταδίδει οτιδήποτε θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της. Τα πάντα επί της οθόνης προβάλλονται μόνο επειδή εξυπηρετούν, όσο πιο άμεσα γίνεται, τους στόχους και τα κέρδη των ιδιοκτητών των καναλιών που προβάλλουν αυτά που βλέπει ο οποιοσδήποτε τηλεθεατής. Είναι μια βιτρίνα ενός μαγαζιού, μια σκηνή θεάτρου σκιών, ένα κουκλοθέατρο, μια αυτοσχεδιαστική παράσταση με πολύ συγκεκριμένες παραμέτρους.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, στην οποία η ιδιωτική τηλεόραση μονοπωλεί τον δημόσιο λόγο περί πολιτικής και κοινωνίας, επί της ουσίας ορίζοντας ολοκληρωτικά τις εννοιολογικές σταθερές και άρα νοηματοδοτώντας τυραννικά την δημόσια ζωής, είναι φυσικό κάποια στιγμή να επέλθει το στάδιο κατά τον οποίο η ιδιωτική τηλεόραση θα ορίζει και τα φυσικά πρόσωπα που παράγουν και εκφέρουν πολιτική.
Το ότι αυτά τα πολιτικά πρόσωπα που ήδη δημιουργούνται στα πειραματικά εργαστήρια των τηλεοπτικών στούντιο είναι ταυτισμένα με τα συμφέροντα των τηλεοπτικών επιχειρήσεων που τα προβάλλουν είναι αυτονόητο, αφού πλέον γεννιούνται από τους κόλπους των υπαλλήλων που έχουν δώσει επί σειρά ετών τα διαπιστευτήρια πειθήνιας υποταγής στα κανάλια που τους έφεραν στο προσκήνιο, λυτρώνοντας τους από την ασημαντότητα στην οποία θα ήταν καταδικασμένα.
Το πείραμα της κατασκευής εικονικής πολιτικής πραγματικότητας έχει διεξαχθεί ήδη πολλάκις στην Ελλάδα και έχει πετύχει πέρα από κάθε προσδοκία, ξεπερνώντας πια την πρώιμη εποχή του Γιώργου Καρατζαφέρη, που πρώτος ξεκίνησε να ριζώνει στην συνείδηση του νοητικά κατεστραμμένου τηλεθεατή μέσω πρόχειρων και εν πολλοίς παραληρηματικών εκπομπών.
Μέχρι την βαθιά προσβλητική για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο υπουργοποίηση του αχαρακτήριστου τηλεπλασιέ, είναι πια πολλοί και όχι οι εξαιρέσεις εκείνοι οι χαμερπείς τυχοδιώκτες που διεκδικούν δημόσια ύπαρξη και εξουσία διά μέσου της υποστήριξης τους από ιδιωτικές τηλεοπτικές επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστική περίπτωση επίδειξης τηλεοπτικής δύναμης επί της πολιτικής σκηνής της χώρας είναι η εκστρατεία αποθέωσης και αποκαθήλωσης που παρακολουθήσαμε με στόχο την Χρυσή Αυγή. Η Ναζιστική οργάνωση γκρεμίστηκε σχεδόν εν μια νυκτί από τα ίδια τα τηλεοπτικά ιερατεία που την καθιέρωσαν, μόνο και μόνο ώστε αυτά να διατρανώσουν την ικανότητα τους στο να κατασκευάζουν ή να καταστρέφουν πολιτικές πραγματικότητες κατά το δοκούν και συμφέρον. Η συμμορία που χαρακτηρίζονταν ως μια πιθανή κυβερνητική συμμαχία και συμμετείχε ως άξιος ομόλογος σε συζητήσεις με κυβερνητικά στελέχη και δημόσιους λειτουργούς, μόλις διέπραξε τους φόνους που ήταν βολικοί για την κυβέρνηση σύμφωνα με στέλεχος της ίδιας, ξαφνικά άρχισε να παρουσιάζεται, από τους ίδιους προπαγανδιστές, ως ένα συνονθύλευμα κουτοπόνηρων, αφελών και λούμπεν στοιχείων, έχοντας πάψει να είναι χρήσιμη στο σύστημα εκπληρώνοντας επί του πρακτέου και κατόπιν εντολής την απειλή ότι αυτό δεν διστάζει να βάψει τους δρόμους με αίμα αθώων εν ονόματι του φασισμού.
Επειδή το κοπάδι τηλεκατευθυνόμενων ηλίθιων απομακρύνθηκε από την Χρυσή Αυγή μόλις αυτή ξηλώθηκε, αλλά ταυτόχρονα δεν διαφαίνονταν να επιστρέψουν οι ψήφοι τους στις ακραία απαξιωμένες δεξαμενές της Νέας Δημοκρατίας και του Πασόκ, πόσο μάλλον στις ακατονόμαστες μεταλλάξεις τους, όπως η Δήμαρ και οι 58, έπρεπε πάση θυσία να τροφοδοτηθεί το τηλεοπτικό κοινό με μια νέα, απόλυτα ελεγχόμενη παραίσθηση. Κάτι καθησυχαστικό, γνώριμο, αλλά και αρκούντως διασκεδαστικό, κάτι σαν ελπίδα, αλλά χωρίς οργή, χωρίς ακρότητες και χωρίς ορατές διασυνδέσεις με τους μιασματικούς χώρους των συγκυβερνούντων κομμάτων. Κάτι νωθρό όσον αφορά την κριτική που ασκεί στο σύστημα, χωρίς σαφές περίγραμμα, εύκολα κατευθυνόμενο, μια πολιτική έκφραση προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εξουσίας για τηλε-πειθαρχεία, ομοφωνία, αποσιώπηση. Κάτι σαν το πρώτο τηλεοπτικό κόμμα που γεννήθηκε ως εκπομπή, το Ποτάμι του γνωστού υπαλλήλου του κου. Μπόμπολα και τηλεπαρουσιαστή κου Σταύρου Θεοδωράκη. Καθαρόαιμο παιδί του καθοδικού σωλήνα, το κόμμα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την γνήσια έκφραση μιας κοινωνίας του θεάματος, μια ακόμα παραίσθηση εκείνων που είναι πολύ αργά πια για να αντιληφθούν πως δεν παρακολουθούν τίποτε άλλο από κινούμενα σχέδια.
Η απάντηση λοιπόν, εκ μέρους των επιχειρηματιών που επενδύουν στην τηλεοπτική υποστήριξη των ιδιωτικών συμφερόντων τους ήταν απλή, και εν πολλοίς απόλυτα ταιριαστή στην συνείδηση του τηλεψηφοφόρου που αποτελεί πλέον και το μόνο τμήμα του εκλογικού σώματος που είναι προσβάσιμο στην παντελώς απαξιωμένη άρχουσα τάξη που έχει ταυτίσει τα συμφέροντα της χώρας με εκείνα των καναλαρχών.
Οι τηλεψηφοφόροι, εύκολος στόχος λόγω της επί σειρά γενεών τηλε-πλύσης εγκεφάλου που έχει αλλοιώσει κάθε κριτήριο της πολιτικής τους συνείδησης, παραμένουν αριθμητικά ικανοί να εκλέξουν κυβέρνηση, αφού ακόμα και σήμερα η κοσμοθεωρία και η πολιτική ταυτότητα των περισσότερων Ελλήνων ακολουθούν την κοινωνική αφήγηση όπως αυτή διαμορφώνεται από την τηλεόραση. Η πλειοψηφία της Ελληνικής κοινωνίας, αρνούμενη να αποδώσει στο διαδίκτυο την αρμόζουσα προσοχή, καθυστερεί σε σχέση με τα προηγμένα τμήματα της, που πλέον διαμορφώνουν γνώμη από ανεξάρτητες πηγές και όχι καθ’ υπαγόρευση κάποιου ιδιώτη επιχειρηματία.
Σε συνάρτηση με την ανύπαρκτη παιδεία, την απελπισία λόγω της παρατεταμένης οικονομικής εξαθλίωσης και την ολική απουσία οποιουδήποτε οράματος, το νεφελώδες, νωχελικό, ακίνδυνο προφίλ ενός απόλυτα συμβιβασμένου με το σύστημα εταιρικού στελέχους, κερδίζει εύκολα τις φτηνές εντυπώσεις από μια πλειοψηφία που αναζητά ελπίδα, πιστεύοντας ότι αυτή θα εμφανιστεί αρκεί να πατήσει το κατάλληλο κουμπί στο τηλεκοντρόλ.
Η απόλυτη συνέργεια μεταξύ θεάματος, αδράνειας και μαζικού ελέγχου διά των ΜΜΕ έχει επιτευχθεί στο πρόσωπο του Σταύρου Θεοδωράκη. Η εποχή της τηλε-πολιτικής και των εκπροσώπων της που γεννιούνται από καμαρίνια και πάνελ είναι εδώ, και όπως είναι αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς τι είδους επιχειρήσεις και ποιους εξυπηρετούν, η εικόνα για το μέλλον της πολιτικής ζωής και κοινωνίας σε αυτή τη χώρα είναι πέρα για πέρα ασφυκτική.
ΠΗΓΗ.
Η ελπίδα λοιπόν είναι συνάρτηση του κακού. Ως εκ τούτου είναι επικίνδυνη, δηλητηριώδης και ύπουλη επειδή, αντί να μάχεται κατά μέτωπο το κακό, μεταφέρει την έννοια της αλλαγής στο μέλλον, δηλαδή σε εκείνη την φαντασιακή διάσταση που ουδόλως έχει σχέση με την πραγματικότητα, αφού η τελευταία εκτυλίσσεται μόνο στο εδώ και τώρα, ποτέ στο πριν, ποτέ στο μετά - μόνο αυτή τη στιγμή μπορεί να υπάρξει το οτιδήποτε, και ειδικότερα η δράση.
Μεταθέτοντας την αλλαγή, την δράση, την ευθύνη, το κόστος και την επιλογή του να δράσουμε στο αύριο, στο μεθαύριο, στο παραμεθαύριο ονειρευόμαστε - κάτι που απαιτεί είτε βαθύ ύπνο, είτε υπνοβασία, αμφότερες καταστάσεις που μας καθιστούν εύκολα θύματα.
Η ύπνωση μπορεί να επέρχεται από κούραση, ψυχική και σωματική, αλλά και να υποβοηθείται από υπνωτιστές που γνωρίζουν την τέχνη του προγραμματισμού εγκεφάλου και της νάρκωσης, ή έστω της καταστολής αντιδράσεων, σε επιστημονικά επίπεδα. Όσοι ασχολούνται με την παραγωγή περιεχομένου για την τηλεόραση το γνωρίζουν καλά αυτό – ο πρώτος στόχος κάθε τηλεοπτικής εικόνας είναι να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση μιας πραγματικότητας που είναι προτιμότερη από εκείνην που περιβάλλει άμεσα τον τηλεθεατή. Αλλιώς, το ακροατήριο δεν διασκεδάζει.
Διασκέδαση σημαίνει να σκορπάς τις έγνοιες σου – προσοχή, όχι να γλιτώνεις από αυτές ή να βρίσκεις λύσεις, αλλά να τις απομακρύνεις προσωρινά μέχρι να επιστρέψουν, δριμύτερες, να σε ταλανίσουν. Διασκέδαση είναι η ανάπαυλα που επιτρέπει στον βασανισμένο να επιζεί ώστε ο βασανιστής να μπορεί να συνεχίζει το έργο του. Ποιος άλλος λόγος να κάθεσαι μπροστά σε μια οθόνη αν δεν διασκεδάζεις?
Το άλλοθι της κριτικής ενημέρωσης ή της αξιόλογης πληροφόρησης εξανεμίζεται μόλις κάποιος κάνει τον απλό συνειρμό ότι καμία ιδιωτική επιχείρηση δεν μεταδίδει οτιδήποτε θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της. Τα πάντα επί της οθόνης προβάλλονται μόνο επειδή εξυπηρετούν, όσο πιο άμεσα γίνεται, τους στόχους και τα κέρδη των ιδιοκτητών των καναλιών που προβάλλουν αυτά που βλέπει ο οποιοσδήποτε τηλεθεατής. Είναι μια βιτρίνα ενός μαγαζιού, μια σκηνή θεάτρου σκιών, ένα κουκλοθέατρο, μια αυτοσχεδιαστική παράσταση με πολύ συγκεκριμένες παραμέτρους.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, στην οποία η ιδιωτική τηλεόραση μονοπωλεί τον δημόσιο λόγο περί πολιτικής και κοινωνίας, επί της ουσίας ορίζοντας ολοκληρωτικά τις εννοιολογικές σταθερές και άρα νοηματοδοτώντας τυραννικά την δημόσια ζωής, είναι φυσικό κάποια στιγμή να επέλθει το στάδιο κατά τον οποίο η ιδιωτική τηλεόραση θα ορίζει και τα φυσικά πρόσωπα που παράγουν και εκφέρουν πολιτική.
Το ότι αυτά τα πολιτικά πρόσωπα που ήδη δημιουργούνται στα πειραματικά εργαστήρια των τηλεοπτικών στούντιο είναι ταυτισμένα με τα συμφέροντα των τηλεοπτικών επιχειρήσεων που τα προβάλλουν είναι αυτονόητο, αφού πλέον γεννιούνται από τους κόλπους των υπαλλήλων που έχουν δώσει επί σειρά ετών τα διαπιστευτήρια πειθήνιας υποταγής στα κανάλια που τους έφεραν στο προσκήνιο, λυτρώνοντας τους από την ασημαντότητα στην οποία θα ήταν καταδικασμένα.
Το πείραμα της κατασκευής εικονικής πολιτικής πραγματικότητας έχει διεξαχθεί ήδη πολλάκις στην Ελλάδα και έχει πετύχει πέρα από κάθε προσδοκία, ξεπερνώντας πια την πρώιμη εποχή του Γιώργου Καρατζαφέρη, που πρώτος ξεκίνησε να ριζώνει στην συνείδηση του νοητικά κατεστραμμένου τηλεθεατή μέσω πρόχειρων και εν πολλοίς παραληρηματικών εκπομπών.
Μέχρι την βαθιά προσβλητική για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο υπουργοποίηση του αχαρακτήριστου τηλεπλασιέ, είναι πια πολλοί και όχι οι εξαιρέσεις εκείνοι οι χαμερπείς τυχοδιώκτες που διεκδικούν δημόσια ύπαρξη και εξουσία διά μέσου της υποστήριξης τους από ιδιωτικές τηλεοπτικές επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστική περίπτωση επίδειξης τηλεοπτικής δύναμης επί της πολιτικής σκηνής της χώρας είναι η εκστρατεία αποθέωσης και αποκαθήλωσης που παρακολουθήσαμε με στόχο την Χρυσή Αυγή. Η Ναζιστική οργάνωση γκρεμίστηκε σχεδόν εν μια νυκτί από τα ίδια τα τηλεοπτικά ιερατεία που την καθιέρωσαν, μόνο και μόνο ώστε αυτά να διατρανώσουν την ικανότητα τους στο να κατασκευάζουν ή να καταστρέφουν πολιτικές πραγματικότητες κατά το δοκούν και συμφέρον. Η συμμορία που χαρακτηρίζονταν ως μια πιθανή κυβερνητική συμμαχία και συμμετείχε ως άξιος ομόλογος σε συζητήσεις με κυβερνητικά στελέχη και δημόσιους λειτουργούς, μόλις διέπραξε τους φόνους που ήταν βολικοί για την κυβέρνηση σύμφωνα με στέλεχος της ίδιας, ξαφνικά άρχισε να παρουσιάζεται, από τους ίδιους προπαγανδιστές, ως ένα συνονθύλευμα κουτοπόνηρων, αφελών και λούμπεν στοιχείων, έχοντας πάψει να είναι χρήσιμη στο σύστημα εκπληρώνοντας επί του πρακτέου και κατόπιν εντολής την απειλή ότι αυτό δεν διστάζει να βάψει τους δρόμους με αίμα αθώων εν ονόματι του φασισμού.
Επειδή το κοπάδι τηλεκατευθυνόμενων ηλίθιων απομακρύνθηκε από την Χρυσή Αυγή μόλις αυτή ξηλώθηκε, αλλά ταυτόχρονα δεν διαφαίνονταν να επιστρέψουν οι ψήφοι τους στις ακραία απαξιωμένες δεξαμενές της Νέας Δημοκρατίας και του Πασόκ, πόσο μάλλον στις ακατονόμαστες μεταλλάξεις τους, όπως η Δήμαρ και οι 58, έπρεπε πάση θυσία να τροφοδοτηθεί το τηλεοπτικό κοινό με μια νέα, απόλυτα ελεγχόμενη παραίσθηση. Κάτι καθησυχαστικό, γνώριμο, αλλά και αρκούντως διασκεδαστικό, κάτι σαν ελπίδα, αλλά χωρίς οργή, χωρίς ακρότητες και χωρίς ορατές διασυνδέσεις με τους μιασματικούς χώρους των συγκυβερνούντων κομμάτων. Κάτι νωθρό όσον αφορά την κριτική που ασκεί στο σύστημα, χωρίς σαφές περίγραμμα, εύκολα κατευθυνόμενο, μια πολιτική έκφραση προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εξουσίας για τηλε-πειθαρχεία, ομοφωνία, αποσιώπηση. Κάτι σαν το πρώτο τηλεοπτικό κόμμα που γεννήθηκε ως εκπομπή, το Ποτάμι του γνωστού υπαλλήλου του κου. Μπόμπολα και τηλεπαρουσιαστή κου Σταύρου Θεοδωράκη. Καθαρόαιμο παιδί του καθοδικού σωλήνα, το κόμμα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την γνήσια έκφραση μιας κοινωνίας του θεάματος, μια ακόμα παραίσθηση εκείνων που είναι πολύ αργά πια για να αντιληφθούν πως δεν παρακολουθούν τίποτε άλλο από κινούμενα σχέδια.
Η απάντηση λοιπόν, εκ μέρους των επιχειρηματιών που επενδύουν στην τηλεοπτική υποστήριξη των ιδιωτικών συμφερόντων τους ήταν απλή, και εν πολλοίς απόλυτα ταιριαστή στην συνείδηση του τηλεψηφοφόρου που αποτελεί πλέον και το μόνο τμήμα του εκλογικού σώματος που είναι προσβάσιμο στην παντελώς απαξιωμένη άρχουσα τάξη που έχει ταυτίσει τα συμφέροντα της χώρας με εκείνα των καναλαρχών.
Οι τηλεψηφοφόροι, εύκολος στόχος λόγω της επί σειρά γενεών τηλε-πλύσης εγκεφάλου που έχει αλλοιώσει κάθε κριτήριο της πολιτικής τους συνείδησης, παραμένουν αριθμητικά ικανοί να εκλέξουν κυβέρνηση, αφού ακόμα και σήμερα η κοσμοθεωρία και η πολιτική ταυτότητα των περισσότερων Ελλήνων ακολουθούν την κοινωνική αφήγηση όπως αυτή διαμορφώνεται από την τηλεόραση. Η πλειοψηφία της Ελληνικής κοινωνίας, αρνούμενη να αποδώσει στο διαδίκτυο την αρμόζουσα προσοχή, καθυστερεί σε σχέση με τα προηγμένα τμήματα της, που πλέον διαμορφώνουν γνώμη από ανεξάρτητες πηγές και όχι καθ’ υπαγόρευση κάποιου ιδιώτη επιχειρηματία.
Σε συνάρτηση με την ανύπαρκτη παιδεία, την απελπισία λόγω της παρατεταμένης οικονομικής εξαθλίωσης και την ολική απουσία οποιουδήποτε οράματος, το νεφελώδες, νωχελικό, ακίνδυνο προφίλ ενός απόλυτα συμβιβασμένου με το σύστημα εταιρικού στελέχους, κερδίζει εύκολα τις φτηνές εντυπώσεις από μια πλειοψηφία που αναζητά ελπίδα, πιστεύοντας ότι αυτή θα εμφανιστεί αρκεί να πατήσει το κατάλληλο κουμπί στο τηλεκοντρόλ.
Η απόλυτη συνέργεια μεταξύ θεάματος, αδράνειας και μαζικού ελέγχου διά των ΜΜΕ έχει επιτευχθεί στο πρόσωπο του Σταύρου Θεοδωράκη. Η εποχή της τηλε-πολιτικής και των εκπροσώπων της που γεννιούνται από καμαρίνια και πάνελ είναι εδώ, και όπως είναι αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς τι είδους επιχειρήσεις και ποιους εξυπηρετούν, η εικόνα για το μέλλον της πολιτικής ζωής και κοινωνίας σε αυτή τη χώρα είναι πέρα για πέρα ασφυκτική.
ΠΗΓΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου