Αφιέρωμα στον Αυστραλέζικο κινηματογράφο
Πολιτιστικός Πολυχώρος «Δημήτρης Χατζής»
Είσοδος ελεύθερη
Ώρα προβολών: 8:30 μ.μ.
Τετάρτη 12 Μαρτίου
Ο Μακρύς Δρόμος του Γυρισμού (Rabbit – Proof Fence) Φίλιπ Νοϊς, Αυστραλία, 2002, 94'
Ο ειδικός συνεργάτης του Πνευματικού Κέντρου κινηματογραφιστής Παναγιώτης Κράββαρης αναφέρει σχετικά με την ταινία:
«Η Μόλι, η αδερφή της Ντέιζι και η ξαδέρφη τους Γκρέισι, τρία κορίτσια 14, 8 και 10 ετών αντίστοιχα, απαγάγονται από τις αρχές κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 30, εκεί όπου ζουν με την οικογένειά τους σε έναν καταυλισμό της Δυτικής Αυστραλίας. Αρπάζονται από την οικογένειά τους γιατί είναι μιγάδες, ο λευκός πατέρας τους αγνοείται, και ο νόμος των λευκών εποίκων θέλει τα παιδιά αυτά να απομακρύνονται από τις κοινότητες των Αβοριγίνων, για να έχουν μια επίφαση δυτικοχριστιανικής ανατροφής. Οι κοπέλες μεταφέρονται σαν ζώα σε μια κατασκήνωση – στρατόπεδο εκπαίδευσης στο Μουρ Ρίβερ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, εκεί που θα εκπαιδευτούν βίαια για να γίνουν υπηρέτες των λευκών. Η Μόλι όμως, αυθόρμητα παίρνει μαζί της τα άλλα δύο κορίτσια σε μια απόδραση, ξεκινώντας μια πορεία γυρισμού προς το σπίτι τους με τα πόδια, διανύοντας μια απόσταση σχεδόν όσο ολόκληρη η Ευρώπη. Έχει μάθει από τη μητέρα της να επιβιώνει, να προσανατολίζεται και να καλύπτει τα ίχνη της, και έτσι η γραφειοκρατία των εποίκων που καταδιώκει τα τρία κορίτσια στις ερημιές, αδυνατεί να τις συλλάβει και γελοιοποιείται.
Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του αυστραλέζικου κινηματογράφου, μια πραγματική ιστορία που βασίζεται στο βιβλίο της κόρης της πραγματικής Μόλι, και είναι από τις ελάχιστες που αναδεικνύουν το θέμα των «Κλεμμένων Γενεών». Ένα θέμα θαμμένο και άγνωστο, που αφορούσε χιλιάδες παιδιά μιγάδες που απήχθησαν βίαια από τις αρχές της Αυστραλίας μέχρι τη δεκαετία του 70 για να κλειστούν σε «στρατόπεδα ανατροφής» όπου κυριαρχούσε η κακοποίηση. Μόλις το 2008, ο τότε πρωθυπουργός Κέβιν Ραντ παραδέχτηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη των «Κλεμμένων Γενεών» και ζήτησε συγνώμη».
«Η Μόλι, η αδερφή της Ντέιζι και η ξαδέρφη τους Γκρέισι, τρία κορίτσια 14, 8 και 10 ετών αντίστοιχα, απαγάγονται από τις αρχές κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 30, εκεί όπου ζουν με την οικογένειά τους σε έναν καταυλισμό της Δυτικής Αυστραλίας. Αρπάζονται από την οικογένειά τους γιατί είναι μιγάδες, ο λευκός πατέρας τους αγνοείται, και ο νόμος των λευκών εποίκων θέλει τα παιδιά αυτά να απομακρύνονται από τις κοινότητες των Αβοριγίνων, για να έχουν μια επίφαση δυτικοχριστιανικής ανατροφής. Οι κοπέλες μεταφέρονται σαν ζώα σε μια κατασκήνωση – στρατόπεδο εκπαίδευσης στο Μουρ Ρίβερ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, εκεί που θα εκπαιδευτούν βίαια για να γίνουν υπηρέτες των λευκών. Η Μόλι όμως, αυθόρμητα παίρνει μαζί της τα άλλα δύο κορίτσια σε μια απόδραση, ξεκινώντας μια πορεία γυρισμού προς το σπίτι τους με τα πόδια, διανύοντας μια απόσταση σχεδόν όσο ολόκληρη η Ευρώπη. Έχει μάθει από τη μητέρα της να επιβιώνει, να προσανατολίζεται και να καλύπτει τα ίχνη της, και έτσι η γραφειοκρατία των εποίκων που καταδιώκει τα τρία κορίτσια στις ερημιές, αδυνατεί να τις συλλάβει και γελοιοποιείται.
Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του αυστραλέζικου κινηματογράφου, μια πραγματική ιστορία που βασίζεται στο βιβλίο της κόρης της πραγματικής Μόλι, και είναι από τις ελάχιστες που αναδεικνύουν το θέμα των «Κλεμμένων Γενεών». Ένα θέμα θαμμένο και άγνωστο, που αφορούσε χιλιάδες παιδιά μιγάδες που απήχθησαν βίαια από τις αρχές της Αυστραλίας μέχρι τη δεκαετία του 70 για να κλειστούν σε «στρατόπεδα ανατροφής» όπου κυριαρχούσε η κακοποίηση. Μόλις το 2008, ο τότε πρωθυπουργός Κέβιν Ραντ παραδέχτηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη των «Κλεμμένων Γενεών» και ζήτησε συγνώμη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου