Τελευταία γίνεται πολύς λόγος για το PISA. Η αρθρογραφία
επικεντρώνεται στη χαμηλή βαθμολογική κατάταξη των Ελλήνων μαθητών. To
λανθάνον μήνυμα που απορρέει είναι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κάνει κακή
δουλειά. Αυτό επιτυγχάνεται με την απόκρυψη των επιδόσεων των Ελλήνων
μαθητών τα προηγούμενα χρόνια, καθότι το PISA τρέχει από το 2000. Μια
αναδρομή στο παρελθόν αναδεικνύει παρόμοια αποτελέσματα. Η παραπάνω
υπονόηση εμπεριέχει τη βαθύτατα αντιεπιστημονική άποψη ότι τα
αποτελέσματα μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μπορούν να γίνουν ορατά σε
επίπεδο διετίας. Λέγοντας αυτό, δεν υποστηρίζω ότι έγινε κάποια μεγάλης
εμβέλειας μεταρρύθμιση. Ούτως ή άλλως, μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
είναι προϊόν μακροχρόνιας διαδικασίας, που η κυβέρνηση δεν είχε το
χρονικό περιθώριο να εφαρμόσει.
Οι εν λόγω προσεγγίσεις, που εστιάζουν στο «κραυγαλέο», είναι εκ του πονηρού και δεν συμβάλουν σε μια σοβαρή συζήτηση για την εκπαίδευση. Ιδιαίτερα όταν αποκρύπτουν πτυχές του προγράμματος, οι οποίες μπορούν να σκιαγραφήσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα. Το «κραυγαλέο» συνίσταται στην απλή αναφορά της κατάταξης των χωρών, χωρίς να γίνεται αναφορά σε άλλες παραμέτρους. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι οι χώρες της Ασίας, οι οποίες «διαπρέπουν», έχουν προσανατολίσει την εκπαίδευσή τους στους όρους διεξαγωγής του PISA, εξασφαλίζοντας υψηλή βαθμολογία. Από την άλλη, η εκπαιδευτική πραγματικότητα των χωρών αυτών είναι ο αυταρχισμός και τα πολυπληθή τμήματα.
Ενα ακόμη στοιχείο που αποκρύπτεται είναι η ταξική φύση των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν. Η αναφορά του προγράμματος του 2009 είναι ενδεικτική, αφού επικεντρώνει στο πώς οι μαθητές που προέρχονται από υποβαθμισμένα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα έχουν χαμηλή σχολική επίδοση. Στην ίδια αναφορά γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα όχι ίσων ευκαιριών αλλά ίσων αποτελεσμάτων. Αυτό σημαίνει ότι οι πόροι που οφείλει να διανείμει η Πολιτεία προς σχολεία σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα πρέπει να είναι σαφώς περισσότεροι, ώστε να εξασφαλιστεί η ισότητα στην επίδοσης. Τέλος, ένα σημαντικό συμπέρασμα, που αναδεικνύεται μέσα από το PISA, που αποκρύπτεται από την «κραυγαλέα» αρθρογραφία, είναι η διαφορά στις επιδόσεις ανάμεσα σε μαθητές σχολείων με παρόμοια κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την περίπτωση, η εξήγηση δεν μπορεί να αναζητηθεί στο περιβάλλον των μαθητών αλλά στoυς κάθε λογής πόρους, και ανθρώπινους, που καθορίζουν τη μάθηση.
ΠΗΓΗ:
Οι εν λόγω προσεγγίσεις, που εστιάζουν στο «κραυγαλέο», είναι εκ του πονηρού και δεν συμβάλουν σε μια σοβαρή συζήτηση για την εκπαίδευση. Ιδιαίτερα όταν αποκρύπτουν πτυχές του προγράμματος, οι οποίες μπορούν να σκιαγραφήσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα. Το «κραυγαλέο» συνίσταται στην απλή αναφορά της κατάταξης των χωρών, χωρίς να γίνεται αναφορά σε άλλες παραμέτρους. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι οι χώρες της Ασίας, οι οποίες «διαπρέπουν», έχουν προσανατολίσει την εκπαίδευσή τους στους όρους διεξαγωγής του PISA, εξασφαλίζοντας υψηλή βαθμολογία. Από την άλλη, η εκπαιδευτική πραγματικότητα των χωρών αυτών είναι ο αυταρχισμός και τα πολυπληθή τμήματα.
Ενα ακόμη στοιχείο που αποκρύπτεται είναι η ταξική φύση των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν. Η αναφορά του προγράμματος του 2009 είναι ενδεικτική, αφού επικεντρώνει στο πώς οι μαθητές που προέρχονται από υποβαθμισμένα κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα έχουν χαμηλή σχολική επίδοση. Στην ίδια αναφορά γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα όχι ίσων ευκαιριών αλλά ίσων αποτελεσμάτων. Αυτό σημαίνει ότι οι πόροι που οφείλει να διανείμει η Πολιτεία προς σχολεία σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα πρέπει να είναι σαφώς περισσότεροι, ώστε να εξασφαλιστεί η ισότητα στην επίδοσης. Τέλος, ένα σημαντικό συμπέρασμα, που αναδεικνύεται μέσα από το PISA, που αποκρύπτεται από την «κραυγαλέα» αρθρογραφία, είναι η διαφορά στις επιδόσεις ανάμεσα σε μαθητές σχολείων με παρόμοια κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την περίπτωση, η εξήγηση δεν μπορεί να αναζητηθεί στο περιβάλλον των μαθητών αλλά στoυς κάθε λογής πόρους, και ανθρώπινους, που καθορίζουν τη μάθηση.
ΠΗΓΗ: