Του Θέμη Απατσίδη
Ζούμε στη δίνη μιας καινοφανούς κρίσης, που βρήκε απροετοίμαστη όχι μόνο την χώρα μας αλλά και τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων. Είναι βέβαιο ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποδείχτηκαν ατελέσφορες και έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την παγκόσμια οικονομική κρίση. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι το διογκωμένο ελληνικό δημόσιο παρουσιάζει φαινόμενα γραφειοκρατικής παραλυσίας, εκτεταμένης διαφθοράς και παντελούς αναποτελεσματικότητας. Το τραγικότερο, όμως, όλων δεν είναι οι ανάλγητες πολιτικές ούτε η ανυπαρξία του οργανωμένου κράτους, αλλά ο κλονισμός της ίδιας της δημοκρατίας και η υποχώρηση της κοινωνίας. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η ελληνική κοινωνία εμφανίζει σημάδια εξαγρίωσης και αποδοχής της βίας ως μέσου επίλυσης διαφορών.Η δημοκρατική ευαισθησία, η αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός που διαχρονικά συνέδεαν τον κοινωνικό ιστό, πνίγονται στους καπνούς και τους αλαλαγμούς μαινόμενων μειοψηφιών. Οι αποκοτιές της τελευταίας περιόδου (επιθέσεις σε βουλευτές, δημάρχους, πρόεδρο δημοκρατίας και αφανισμός δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας), έχουν οδηγήσει την ελληνική κοινωνία στα όρια του ψυχολογικού κλονισμού και της λειτουργικής κατάρρευσης. Τα φαινόμενα βίας και τρομοκρατίας τείνουν να γίνουν ρουτίνα και η πολιτική βία να αναγορευτεί σε ηρωισμό. Έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία η δημοκρατική συμμετοχή να νοείται σε κάποιους κύκλους αποκλειστικά ως σύνολο δικαιωμάτων χωρίς καμία ευθύνη. Μάλιστα ο καθένας μπορεί να ορίζει μέχρι που φτάνουν τα δικαιώματα του, να κρίνει πότε καταπατούνται και να αναλαμβάνει ο ίδιος να τα προστατέψει. Πρόκειται στην ουσία για τη στρεβλή ελληνική έκδοση μιας ιδιότυπης αριστερής ρητορικής, που νομιμοποιεί την αυτοδικία και την άσκηση πολιτικής βίας εκ μέρους «αγανακτισμένων πολιτών» και την εντάσσει στις αποδεκτές μορφές πολιτικής συμμετοχής.
Η διολίσθηση στο λαϊκισμό των κυβερνήσεων των 30 τελευταίων ετών, επέτρεψε στις δυνάμεις της στασιμότητας, που επαγγέλλονται την κοινωνική και εργατική πρωτοπορία, να αμαυρώσουν τους λαϊκούς αγώνες, μεταφέροντας σ’ αυτούς τα όπλα και τα εργαλεία της εξουσίας, δηλαδή τη βία και τον τραμπουκισμό. Έτσι μορφοποιήθηκε σταδιακά μια ετερογενής μάζα «αγανακτισμένων», απεγνωσμένων, μπαχαλάκηδων και κάθε απόχρωσης φασιστοειδών, που στο διάβα της αφήνει συντρίμμια. Στην έκφραση αυτής της μάζας κυριαρχεί η τυφλή βία και ο συντηρητικός προσανατολισμός. Καταφέρεται κατά παντός δημοκρατικού θεσμού, απορρίπτει συλλήβδην κάθε αλλαγή και αποζητά μανιασμένα τη διατήρηση του απόλυτου κρατισμού. Στην πραγματικότητα οι ορδές αυτές αποτελούν τις εφεδρείες του πελατειακού συστήματος, που διαφεντεύει την κεντρική πολιτική σκηνή, τα πανεπιστήμια και τα συνδικάτα. Είναι οι θλιβεροί υπερασπιστές ενός εξαχρειωμένου συστήματος που καταρρέει.
Το ανησυχητικό είναι ότι με το σιγοντάρισμα του τηλεοπτικού φακού, που διψά για εκτροπές, δείχνει να αναβιώνει στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία το γνωστό πείραμα του Stanford, που με φοιτητές σε ρόλους δεσμοφύλακα και φυλακισμένου επιχείρησε να διερευνήσει την ανάπτυξη απάνθρωπης συμπεριφοράς από συνηθισμένους ανθρώπους κάτω από ορισμένες συνθήκες. Ανάλογα σήμερα, συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι, στο βωμό ταπεινών, μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, πειραματίζονται αλόγιστα με την ελληνική κοινωνία, αναθέτοντας ρόλους θύτη και θύματος, αποπροσωποποιώντας την ευθύνη, εκμεταλλευόμενοι την ανωνυμία της μάζας και την απώλεια κοινωνικής ταυτότητας των συμμετεχόντων και πυροδοτώντας εστίες ανεξέλεγκτης επιθετικότητας. Ας λήξει επιτέλους αυτή η τραγωδία. Δεν υπάρχει καλή βία. «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική», η ομώνυμη συλλογή κειμένων από ανθρώπους που φυλακίστηκαν για την αντίθεση τους στη βία, που κυκλοφόρησε πριν δύο χρόνια από τις εκδόσεις Διάπυρον, θεωρώ ότι έκλεισε το θεωρητικό ζήτημα. Όπως εύστοχα σημειώνεται στο εν λόγω πόνημα, καμιά αληθινά αντισυστημική αντιπαράθεση δεν μπορεί να στηρίζεται στη βία, διότι κάθε μορφής πολιτική βία είναι μια βαθύτατη συστημική επιβεβαίωση.
Αυτά όλα επιδρούν διαβρωτικά στην ελληνική κοινωνία, που παρουσιάζει ρωγμές, κλονίζεται ως δομημένο σύνολο και κινδυνεύει να καταντήσει απλή συνεύρεση ατομικών συμφερόντων. Όμως, μια κοινωνία χωρίς ηθικές συμβάσεις και κοινωνικούς κανόνες, είναι βέβαιο ότι δεν έχει μέλλον. Κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα θα φτάσει στην ολοκληρωτική κατάρρευση. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, σήμερα είναι μια ριζική αναθεώρηση σε συμπεριφορές και νοοτροπίες, πριν καταντήσουμε ζούγκλα. Να επανεξετάσουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε έννοιες όπως το πολιτικό δικαίωμα, η φορολογική υποχρέωση, η ιεραρχία, η πειθαρχία και η αξιολόγηση.
Ευτυχώς απέναντι στα διαλυτικά αυτά φαινόμενα υπάρχει αντίδοτο. Απέναντι στις δυνάμεις της βίας και της στασιμότητας, ορθώνονται τις τελευταίες μέρες οι δυνάμεις της κοινωνικής δράσης, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, της πραγματικής μεταρρύθμισης, της γνήσιας επανάστασης. Είναι το «κίνημα της πατάτας» και τα κοινωνικά παζάρια, που οργανώνονται πλέον σε όλη τη χώρα, με σκοπό να σταματήσει η αισχροκέρδεια των μεσαζόντων και των δήθεν λαϊκών αγορών στα αγροτικά προϊόντα. Είναι το Κοινωνικό Θεατροπωλείο, που έστησε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όπου οι θεατές των παραστάσεων αντί εισιτηρίου, πληρώνουν με τρόφιμα μακράς διάρκειας, που προσφέρονται σε κοινωνικά ιδρύματα. Είναι οι εθελοντές που καθημερινά αγωνίζονται να κρατήσουν καθαρές τις πλατείες και τις ακτές μας σε κάθε άκρο της πατρίδας μας.
Ας βοηθήσουμε αυτές τις δυνάμεις της κοινωνικής αλληλεγγύης να επικρατήσουν. Στο χέρι μας είναι να ξαναμπεί ο άνθρωπος στο κέντρο της σκέψης και της δράσης μας. Όπως σημειώνει και ο Σωτήρης Χατζάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ: «στη βία των επαγγελματιών του κέρδους ας αντιτάξουμε την εφημερία μας, τη διαθεσιμότητα μας και τον παρηγορητικό λόγο».